Δευτέρα, Δεκεμβρίου 27, 2010

ΕσΩσΤρΕφΕς Το ΝέΟ έΤοΣ

Μια απίστευτη βαρεμάρα για όλα με κάνει διάτρητη αλλά ευτυχώς περνάνε έτσι πιο εύκολα από μέσα μου το φως και τα σύννεφα. Με εσωστρέφεια μεγάλη, σαν μαβιά πένθιμη εσάρπα που πέφτει στους ώμους, θα τυλίξω ότι απέμεινε από εμένα που θυμάμαι κι έτσι μαβιά και εσωστρεφής με μαύρα ημικύκλια γύρω από τα μάτια θα μπω στην νέα αυτή χρονιά. Κι έτσι θα ξεκινήσω να αναμοχλεύω τον παλιό κόσμο κροταλίζοντας και στην συνέχεια θα περνάω όλες τις διαχωριστικές γραμμές ανώνυμα με ένα τεράστιο στέμμα απαξίωσης. Θα κλείσω όλες τις πόρτες με θόρυβο και θα γυρίσω τα μάτια και τα αυτιά μου από μέσα. Θα αφήσω τα μαλλιά μου να μακρύνουν κι άλλο μέχρι να κρύψουν όλο μου το στέρνο. Για προστασία. Με εσωστρέφεια θα καταπίνω και τις λέξεις μου χωρίς σάλιο μέχρι να φυτρώσουν καινούργιες προτάσεις . Και ακόμα πιο μέσα, πίσω από την φόδρα των οργάνων, κοντά στο τελευταίο μου άκρο θα αφήσω την ερωτοπληξία μου να σβήσει μαλακά σαν εσχατόγρια σε νεκρικό κρεβάτι. Με εσωστρέφεια θα ψάξω μόνο εμένα σε εκείνο το παλιό σχήμα που με άφησα κάποτε και θα ξεριζώσω όλα τα υπολείμματα κακής ανθρωπιάς που έφτυσαν οι άλλοι μέσα μου.
Τίποτα δεν μυρίζει το ίδιο πια. Ούτε η απώλεια, ούτε η αγάπη, ούτε ο θάνατος. Ζούμε σε μια παράξενη εποχή μαζί με παράξενους ανθρώπους που δεν αγγίζουν ούτε κοιτάνε τον άλλο. Τίποτα το ίδιο. Καμιά γιορτή. Καμία οικογένεια, κανένα κλίμα. Καμιά συγκίνηση. Καμία απολύτως. Ψάχνω μέσα στα χαρτιά περιτυλίγματος να βρω αυτό που κάποτε υπήρχε. Ψάχνω μέσα στις γιορτές και πίσω στον περίβολο να βρω τα ίχνη που άφησα εκατομμύρια έτη φωτός μακριά. Τίποτα δεν είναι το ίδιο και ούτε λίγο δεν θυμίζει αυτό που ήταν κάποτε. Όλα σαν παλιά ξεχειλωμένα ρούχα που επάνω μας να σταθούν δεν μπορούνε πια. Κι όμως μέσα μου υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος με γερά θεμέλια που λαμποκοπώντας αναβαθμίζει το αίμα μου σε χρυσόσκονη. Και το ίδιο μέσα μου υπάρχει ακόμα εκείνος ο δυτικός άνεμος με το ωραίο όνομα. Ο Ζέφυρος. Υπάρχει ναι, κι όταν λίγο με φυσήξει είναι αρκετό για να εξαερώσει και τις πιο στέρεες αλήθειες μου, αρκετό για να γυαλίσει εκείνες τις φυσιογνωμίες που σε προκαλούν να τις προσέξεις λίγο περισσότερο. Πρόσωπα που έχουν κάτι ασαφές αλλά πολύ όμορφο πάνω τους, έναν βαθύ κρυφό πόνο, μια χαρακτηριστική εμπειρία.

Θα ‘ναι μια σιωπηλή χρονιά αυτή, γεμάτη άηχους κρότους. Άηχους όπως εκείνα τα φιλιά που δίνουν οι πρωταγωνιστές στα έργα με την φωνή της τηλεόρασης στο mute.Ραντεβού λοιπόν στα κυανά ναυάγια του νέου έτους.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 20, 2010

AtTeNbErG



Είμαστε πάνω από όλα θηλαστικά και μετά άνθρωποι. Η Μαρίνα το ξέρει αυτό καλυτέρα από τον καθένα. Οδηγώντας ένα παλιό λευκό Volvo και ακούγοντας αιχμηρές μουσικές μου στέλνει ατμοσφαιρικές καρτ ποστάλ από τα άσπρα σπίτια. Μινιμαλιστικές και συμμετρικές καρτ ποστάλ από την παραλία του Διστόμου και τα διυλιστήρια. Καρτ ποστάλ με μαθήματα σεξουαλικής αγωγής, και φλουταρισμένες εικόνες, γεμάτες παραφρασμένα ένστικτα και απύθμενη μοναξιά. Τα βράδια ονειρεύομαι ότι είμαι μαζί της πάνω στο μπλε βεσπάκι της και κάνω βόλτες ακουμπώντας τα πόδια μου στο λασπωμένο κοκκινόχωμα. Κι έπειτα στο ίδιο όνειρο κάθομαι σε εκείνο το μεγάλο κρεβάτι μαζί της και παρακολουθώ την ζωή των θηλαστικών μέσα από ντοκιμαντέρ του Σερ Ντέιβιντ Ατένμπορο. Διαμελίζω και γω όπως η φίλη της, η Μπέλλα, την προφορά του και τραγουδώ μαζί της γαλλικά τραγούδια, που μιλάνε για αγόρια και κορίτσια που ερωτεύονται και δεν είναι μόνα τους πια. Ονειρεύομαι ότι συρρικνώνομαι μαζί με τον ετοιμοθάνατο πατέρα της πάνω σε κείνο εκεί το αναπηρικό καροτσάκι και από άνθρωπος γίνομαι ιδέα. Και έπειτα ξυπνάω πιο μόνη από ποτέ, μα γελώντας, γιατί ο έρωτας κερδίζει την απώλεια και την ξεπερνά δίνοντας της νέο σχήμα. Η Μαρίνα είναι οι χαμένες καρτ ποστάλ των γενιών που προηγήθηκαν και μέσα στην άγνοια τους προσπάθησαν τόσο άγαρμπα από θηλαστικά να γίνουν άνθρωποι. Αλλά δεν τα κατάφεραν. Και γω βλέποντας την Μαρίνα να αγκαλιάζει την φρεσκοπλυμένη μπλούζα του ετοιμοθάνατου πατέρα της της και να δένει τα μανίκια γύρω από τον λαιμό της, θέλω να μπω δυναμικά στο παιχνίδι της και να ουρλιάξω χτυπώντας με δύναμη το στήθος μου. Να μελανιάσω το πρόσωπο μου πέφτοντας με φόρα σε τοίχους, γρυλίζοντας και περπατώντας στα τέσσερα σαν μικρό άγνωστο ζώο. Να αποκτήσω ξενική προφορά, σαν ξενιστής του ίδιου μου του βίου, και να ανασυνθέσω την αλήθεια της γλώσσας μου. Αποζητάω την γαλήνη της την ώρα που πετάει στην θάλασσα τις στάχτες του πατέρα της. Ζηλεύω τον αέρα του βιομηχανικού τοπίου και εκείνο το κίτρινο αδιάβροχο που φορά. Η Μαρίνα είναι όλα αυτά που προσπαθώ να ξεχάσω. Είναι μια αυτιστική συμπεριφορά, ένα μεγάλο δίλημμα σε αυτό που πρέπει να είμαστε και σε αυτό που είμαστε πραγματικά. Γιατί και μεις, όπως κι αυτός ο αιώνας, είμαστε αφόρητα υπερτιμημένοι και αηδιαστικοί, όπως ένα φιλί χωρίς συναίσθημα…

Βραδιάζει και η Μαρίνα θα είναι για πάντα εκεί. Στην καρτ ποστάλ με το βρεγμένο κοκκινόχωμα και τα φουγάρα που καπνίζουν.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 06, 2010

EγΩ κΑι Η μΑβΙΑ ΨυχΗ μΟυ σΤο ΒοΡρΑ


Με τη μαβιά ψυχή μου για σακίδιο πλάτης και φέτος θα πάρω ένα από εκείνα τα πολύ φαρδιά αεροπλάνα για να μπορώ να χωρέσω και θα ανέβω στην πόλη του Βορρά. Με την πολύ μαβιά ψυχή μου, που μοιάζει με αρχαίο κιμονό, θα καλύψω όλες τις ενδιαφέρουσες πληγές μου για να μη μπορεί κανείς πια να τις δει εκεί πάνω. Και έτσι μαβιά και πύρινη θα γυρίσω την μπομπίνα του μυαλού μου στα 35 mm. Θα ξοδέψω βλέμματα και λέξεις στα παγκάκια της πλατείας κοιτώντας τα θλιμμένα φωτάκια του δέντρου και αποστηθίζοντας τα λόγια του Βαρδάρη. Αποστηθίζοντας τη χαμένη σου αγκαλιά και αναπολώντας μια παλιά ζωή, δικιά μου, εκεί πάνω. Και εσύ όλο θα ρωτάς αν με έχουν γοητεύσει ποτέ ιδιοφυή καθάρματα και εγώ θα σου απαντάω όλο πως ποτέ κανένα τέτοιο κάθαρμα δεν με έχει γοητεύσει γιατί κανείς δεν θέλω να με ταλαιπωρήσει πια.
Και καθώς ένα μεγάλο μακελειό μέσα μου θα μου αλλάζει την γεωγραφία και η καρδιά θα ακουμπάει τις προβλήτες του μυαλού εσύ θα επιμένεις να ρωτάς λέγοντας «ακόμα και αν αυτά τα καθάρματα έχουν μεγάλο ταλέντο;» και εγώ θα σου απαντήσω για τελευταία φορά πως με ενδιαφέρουν μόνο οι καλοί άνθρωποι και ας έχουν και λιγότερο ταλέντο.

Με τη μαβιά ψυχή μου θα ξυπνάω τα πρωινά θολή, γεμάτη υγρασία και θα χαραμίζω το είναι μου μέσα σε γαλάζιες αίθουσες σκοτεινές και τόσο οικείες. Θα περπατάω ανάποδα στο πλήθος για να βλέπεις μόνο την πλάτη μου και από μπροστά θα κρέμονται οι τίτλοι τέλους και ένα θλιμμένο χαμόγελο. Και η πόλη ξυπόλητη θα με αλωνίζει και εγώ θα ρέω σαν μεγάλος ποταμός στα ποτήρια των θαμώνων, σε μυστικά μπαρ με ονόματα άνευ σημασίας. Και κάθε φορά που θα μου λένε σ αγαπώ εγώ θα σφίγγω τις γροθιές μου μέχρι να πεταχτούνε οι φλέβες των καρπών, χωρίς χροιά λαχανιασμένη για να μη μπορώ να μιλάω θα βρίσκομαι αλλού. Κάθε μέρα, κάθε νύχτα με παρέα ή χωρίς, με τη μαβιά σαπφείρινη ψυχή μου μέχρι να γίνω ένα κομμάτι του ουρανού πάνω από τις προβλήτες, πάνω από τα κάστρα, πάνω από τις μουσικές που βγαίνουν από τα σκοτεινά μπαρ, πάνω από τον πύργο και τη νέα παραλία, πάνω από εκείνη εκεί την αυτοσχέδια ταβέρνα που κάτσαμε την τελευταία φορά, πάνω από εμένα και από εσένα, πάνω από εκείνο το τεράστιο βουνό που καθόταν κάποτε ο Δίας. Εγώ και η μαβιά ψυχή μου πάνω από όλα θα λιποταχτούμε συνεχώς τα βράδια στις τσέπες των παλτών των ηρώων κάθε ταινίας. Θα λιποταχτούμε συνεχώς τα βράδια μέσα από το ξεψύχισμα των τελευταίων υποτίτλων λίγο πριν ανάψουν τα φώτα για την έξοδο.

Γιατί κανείς δεν πάει τόσο μακριά όσο αυτός που δεν ξέρει πού πηγαίνει.