Κυριακή, Ιουνίου 11, 2023

JuNe FoOtAgE

 

«Μια μέρα καθώς θα ακουμπάς την ηλιοκαμένη πλάτη σου σε ένα μυτερό βράχο χωμένο άτσαλα σε κάποια άκρη του αιγαίου, βαδίζοντας προς το θάνατό μας, αφήνοντας την τελευταία μας πνοή, οι μόνες πεταλούδες που θα μείνουν θα είναι στο στήθος σου».
Βγάζω από την τσέπη μου παστέλ λαδομπογιές και ζωγραφίζω τις παλάμες των χεριών μου. Βλέπω από το κινητό μου κάτι φυλαγμένες φωτογραφίες την γη από τον Κρόνο. Μια μηδαμινά ελάχιστη κουκκίδα όπου η ύλη απέκτησε αυτεπίγνωση και γεννήθηκε η συνείδηση της συνείδησης. Κάτι φωνάζει συνεχώς το όνομα μου εκεί πίσω, μα κάθε φορά που γυρνάω να δω δεν είναι κανείς.
Η περιοχή ήταν ακόμα παρθένα, και τα πεύκα έφταναν έως την ακτή. Τα νερά ήταν πεντακάθαρα, γεμάτα μύδια κυδώνια, στρείδια, αστερίες, πολλά ψάρια και ιππόκαμπους.
Ένας βυθός που έσφυζε από ζωή. Οταν ήμουν παιδάκι στο δημοτικό ακόμα, ο πατέρας μου με έπαιρνε και πηγαίναμε για μπάνιο εκεί ακριβώς. Κατεβαίναμε το δρομάκι, που ξεκίναγε από πάνω και περνώντας μια μπάρα, ακολουθούσαμε τον κατηφορικό δρόμο και καταλήγαμε στη μικρή ακτή της περιοχής.
Κρατάω στα χέρια μου μια σταγόνα υδρογόνου. Την αφήνω σε άδεια δωμάτια ετοιμόρροπων σπιτιών που, περνώντας τότε, μοσχοβολούσαν οι άφθονες λουίζες που ήταν γύρω.
Σθεναρά φώτα νησιώτικων δρόμων με κατεστραμμένη άσφαλτο. Κρύβω την μικρή σταγόνα στην μεγάλη δεξαμενή, που τα μηχανήματα έστελναν το νερό υπόγεια, από το πηγάδι, που ήταν ακριβώς κάτω από τη λεωφόρο. Δεξιά μου ένας μικρός περιστερώνας κατεστραμμένος κι αυτός που έβλεπε όλο τον τόπο από ψηλά και το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής. Η γιαγιά μου πεθαμένη καιρό περιμένει αυτή την σταγόνα.
Είμαστε φτιαγμένοι από υδρογόνο, το οποίο ευτυχώς είχε στη διάθεσή του αρκετό χρόνο.
Τα άστρα πονάνε την πλάτη μου καθώς σκύβω να δέσω τα κορδόνια των παπουτσιών μου-πάντα λυμένα δεν ξέρω πως, μια μικρή φωλιά μυρμηγκιών στην λευκή πεζούλα μου τραβάει το βλέμμα. Το καταπίνει μέσα της και το οδηγεί στο παλιό σπίτι του Πόρου που ήταν επιβλητικό, κοντά στην άκρη του δρόμου με τα σθεναρά φώτα και το εκκλησάκι, με το μάτι του Θεού ζωγραφισμένο στην είσοδο. Μια ωραία σιδερένια αψιδωτή αυλόπορτα και μερικά σκαλιά οδηγούσαν στο επίπεδο που, ήταν το σπίτι. Γύρω μεθυστικές μυρωδιές από αγιόκλημα, και γιασεμί. Ισιώνω το σώμα μου μπροστά, τα βήματα του μπαμπά με πλησιάζουν. Βάζω την σταγόνα βαθιά στον μίσχο των γιασεμιών με υπομονή. Την περιμένει για να την ρουφήξει, όπως τότε που κόβαμε τους μίσχους των γιασεμιών και ρουφούσαμε το μέλι.
Είχε πει κάποτε ένας αστρονόμος- ότι το υδρογόνο, αν του δοθεί αρκετός χρόνος, μετατρέπεται σε ανθρώπους.
Αυτή τη φορά όλα βγάζουν νόημα.
 

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 20, 2023

FeBrUaRy FoOtAgE


 

Χτες το βράδυ ονειρεύτηκα μια μαύρη τρύπα. Ήμουν λέει σε έναν αρχαίο και ήσυχο γαλαξία, όπου δεν υπήρχε πολύ αστρικό υλικό για να τραφεί. Ήταν σαν μια ακέφαλη χορεύτρια hula hoop με μαύρη φούστα τουτού. Φώναζε το όνομά μου σε λούπα. Χωρίς συνέπεια λογικής, όπως γίνεται στα όνειρα, η φούστα έγινε παράθυρο αεροπλάνου και κατάφερα να δω μέσα της. Υπήρχε λέει άφθονη σκοτεινή ενέργεια, που τροφοδοτούσε τη συνεχή επέκταση του σύμπαντος. Έμοιαζε σαν μπαγιάτικη χτυπημένη μαρέγκα. Βυθίζοντας τα δάχτυλά μου σε αυτή την μαρέγκα αναζήτησα τα οστά, το κρανίο, τους σπονδύλους, το ανθρώπινο σώμα αποφλοιωμένο αυτών που είχαν χαθεί. Τον μπαμπά μου και την πρώτη μου γάτα.  Την κοκάλινη στέκα μου με το γκρι ελεφαντάκι που φόραγα στο γυμνάσιο, την αγάπη που έδωσα και πήρα, τις ξανθιές μπούκλες του αδερφού μου και τη μωβ ζακέτα της γιαγιάς. Όλα εκεί και άλλα που δεν γνώριζα γιατί ακόμα δεν μου είχαν συμβεί. Όλα όσα έχασα από κοντά μου κόχλαζαν ήσυχα, χωρίς θόρυβο μέσα στην μπαγιάτικη μαρέγκα της σκοτεινής ενέργειας που λαμπύριζε από ξεχασμένες εκρήξεις αστεριών. 

Ξύπνησα με τον τρόπο του κενού και μια άβυσσο στο πλευρό μου.

Η Μιλού είχε κολλήσει το σώμα της πάνω μου και γουργούριζε έχοντας τα πατουσάκια της στα μακριά και μπερδεμένα από τον ύπνο μαλλιά  μου. Άλλο ένα πρωί που ξυπνάω ζωντανή για χάρη της. Άλλο ένα πρωί που με έβγαλε με το ζόρι (κι ας κάνει ότι δεν ξέρει κάτι), από τις σκοτεινές ενέργειες των ονείρων που μοιάζουν πια με ατέλειωτους εφιάλτες σε μια γλώσσα που δεν γνωρίζω και χωρίς υποτίτλους.

Η ζωή τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα χωρίς εποχές μόνο με επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα και απώλειες. Ο φόβος και η αμφιβολία για τη νέα πραγματικότητα, που αφορά την τεχνολογική εξέλιξη, παίρνει τη μορφή ενός πιθανού δολοφόνου της ουσιαστικής επικοινωνίας. Ο κόσμος μεταλλάσσεται σε ένα συνεχώς αβέβαιο μέρος για να ζει κανείς. Ζούμε αλλά δεν νοιώθουμε αυτό που ζούμε. Όλοι είναι ξυστά κατεστραμμένοι και με λοξές ματιές σε προσπερνούν μαζί με τα γεγονότα που μυρίζουν μπαρούτι και θάνατο. Κουράστηκα με τόσο θάνατο και προσπαθώ μέσα από διαδικασίες αφαίρεσης, να βρω ένα σημείο ηρεμίας και ένα καταφύγιο.

Νέα σελήνη. Το τελικό θραύσμα ενός χλωμού μισοφέγγαρου είναι ορατό πάνω από τον ορίζοντα πριν η Σελήνη μπει στη νέα φάση της. Ένα λεπτό φωτεινό τμήμα της επιφανείας της φωτίζεται από το φως του ήλιου. Κάτω από τη Σελήνη, ο ορίζοντας της Γης μετατρέπεται από αποχρώσεις του μπλε σε ένα ροζ πορτοκάλι που πλησιάζει την επιφάνεια του πλανήτη. Η σκοτεινή μαυρίλα του διαστήματος, εκτός από μερικά αμυδρά αστέρια σε απόσταση. Το κοιτάμε μαζί.

Είσαι ο λόγος που δεν θέλω να τελειώσει ο κόσμος.


Κυριακή, Ιανουαρίου 01, 2023

123 ΕφΤαΣε τΟ '23


 2022

Καλοκαίρι. Ένας κόσμος σπασμένος στα δύο κείτεται μπροστά στα πόδια μου. Βάζω τα κομμάτια που με ενδιαφέρουν στην τσέπη του τζιν μου, ίσως μου χρειαστούν ίσως όχι, και κόβω δρόμο από νέα μονοπάτια ζωής. Μια γάτα βήχει χωρίς σταματημό στην άκρη του αυχένα μου, η θάλασσα με ψάχνει και γω αδιαφορώντας για αυτό, βάζω τα θεμέλια της νέας μου ζωής μέσα στο λιοπύρι. Σε μίαν άλλη Θάλασσα πολύ πιο μακρινή εσύ να κολυμπάς με την καλύτερη παρέα. Σχεδόν σε ξέχασα.  

Χειμώνας που μοιάζει με άνοιξη όλα μπερδεμένα σε κροτάφους ιδρωμένους. Σώμα που φαρδαίνει όπως οι στροφές τους επαρχιακούς δρόμους. Μέρες με ομίχλη και άγρια ζέστη. Πετάω τα παπλώματα κάθε τρεις και λίγο. Τέσσερις ώρες ύπνο με στεγνό λαιμό. Το νερό στο κομοδίνο άδειο μέσα σε ποτήρι πλαστικό. Θέλω να κολυμπήσω αλλά δεν ξέρω που. Νιώθω διψασμένη, ξεχασμένη, δυνατή.Μόνο τα βράδια κατεβαίνω στο υπόγειο γκαράζ με ένα βιβλίο κάτω από την μασχάλη. Το αυτοκίνητο στα βαθιά του γεράματα κοιμάται κάτω από μνήμες βαλβολίνης και χιλιομέτρων.

Όλα είναι ήσυχα. Οι ένοικοι κοιμούνται. Χαζεύω τις βρωμισμένες πινακίδες τους. Μπαίνω από την πόρτα του συνοδού και ανάβω το φως του αυτοκίνητου. Μυρίζει ψημένο κουλούρι και ξύσμα πορτοκαλιού. Με την πόρτα ανοιχτή και το πόδι ακουμπισμένο στον τοίχο ξεκινάω το διάβασμα. Χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς την βελούδινη πολυθρόνα ανάγνωσης που μετακινώ στο σαλόνι, μήτε εκείνο κει το κόκκινο λαμπατέρ του δωματίου, μα μέσα σε ένα παγωμένο αυτοκίνητο, δες τι καλά που ξεκινάω το διάβασμα κάτω από ένα φωτάκι μπαταρίας. Σε λίγο ξημερώνει. Ονειρεύομαι μια ζωή προστατευμένη σε μικρά καταφύγια. Μια ζωή που την ισορροπείς σε ποτήρια κρυστάλλινα που έκατσαν στραβά γερμένα το ένα στο άλλο μετά από κάποιο άγριο πάρτι στην άκρη μιας κουζίνας

Ένας ρομαντισμός σε ανάπαυση.

2023

Πρώτη μέρα του χρόνου. Λίγος ύπνος και το δέρμα κάτω από τα μάτια μαβί. Ο ήλιος μαχαιρώνει με όλη την δύναμη του φωτός τα πόδια και τα χέρια μου. Βλέπω σχεδόν τις παλιές ουλές να φωσφορίζουν κι έπειτα μια βόλτα στην θάλασσα. Ολοστρόγγυλη η πρώτη μέρα του χρόνου στραφταλίζει σε μια γνώριμη επιφάνεια. Ο κολλητός μου κολυμπάει κ γω ψάχνω στις πέτρες κοχύλια με μικρές τρυπίτσες.

Η θάλασσα με πλησιάζει με σαλιώνει μιλώντας μια γλώσσα με πολλά ψψψ, πλαταγίζει. Σκέφτομαι εσένα μαζί με μένα κάτω από εκείνον τον βράχο.  Συνυπάρχουμε σαν από πάντα. Μου χαϊδεύεις τα μαλλιά με ένα δικό σου χάδι ήρεμο, αέναο σαν να θες να με εξημερώσεις. Εγώ κοιτάω την θάλασσα, ασάλευτη με εκείνο το αβλέφαρο βλέμμα των αγαλμάτων και με τα νύχια μου μέσα στις οπλές βαλμένα. Συνυπάρχουμε. Όπως αυτά τα σπασμένα κογχυλάκια στις υγρές πέτρες, αρκεί κάποιος να ψάξει να τα βρει.

Ονειρεύομαι μίαν άλλη ζωή μαζί σου. Μια ζωή όπου δεν θα έρθει ποτέ.