Κυριακή, Οκτωβρίου 28, 2007

τΗ ΜέΡα ΤοΥ ΜεΓάΛοΥ όΧι

Τη μέρα του Μεγάλου "Όχι" εγώ γιόρτασα το δικό σου Ναι. Σε ευχαριστώ που γυρνώντας από την παγωμένη σου Ανταρκτική με άφησες να χωθώ στις βελούδινες καμπύλες σου και στα πίσω σκοτάδια σου. Σε ευχαριστώ που έσωσες τη σκέψη μου λίγο πριν φρικάρει στα παγωμένα νερά της συνθετικής μου ευτυχίας. Δεν περίμενα ποτέ να με αφήσεις να χωθώ μέσα σε όλα όσα είσαι. Δεν είχα ιδέα για τις κοκκινομαβί στοές σου. Για τα απαλά σου κόκαλα και την βιασύνη που έχουν οι αναπνοές σου. Είναι μερικά πράγματα που δεν ξέρεις γιατί τα κάνεις,απλά νοιώθεις ότι πρέπει να τα κάνεις. Σε ευχαριστώ.
Τρώμε μαζί. Σε κοιτάω όσο πιο κοφτά γίνεται. Το δέρμα σου λευκό. Άσε με να το δοκιμάσω ξανά. Είναι δέρμα παλαιών ημερών αλατισμένων με ληγμένη πανσέληνο. Ύστερα γελάς με το κρασί στο χέρι και δαγκώνοντας τα χείλη σου μου κλείνεις τον διακόπτη,σαλιώνεις το σύμπαν μου και αράζεις με τις φτέρνες σου στο τετράγωνο τραπέζι της καρδιάς μου. Δεν θα σου δώσω τίποτα καθαρισμένο. Έλα να τα πάρεις με τα βρύα του πόνου μου. Και μετά δώσε μου κάτι από αυτά με την άκρη της γλώσσας σου.

Γυρνώντας πήρα ένα τρένο και τράβηξα μια ώρα πίσω. Άφησα μια νυχιά στην πλάτη του χειμώνα και δάγκωσα τις πράσινες φλέβες στο λαιμό του ουρανού την ώρα που ο ήλιος έσκυβε όλο και πιο χαμηλά. Στην ζωή μου ήθελα πάντα να έχω την αίσθηση που έχει κανείς μπαίνοντας σε ένα καφέ σε μια ξένη χώρα. Ένας αιώνιος τουρίστας χωρίς καμία υποχρέωση παρά μόνο την καταγραφή όλων όσων ζει μέσα από λέξεις ή εικόνες. Μακάρι να ήξερα πως να σε αφήσω. ίσως να μην χρειάζεται να ξέρω πια.
Παλιά ο χειμώνας ερχόταν από τον Βορρά. Ακόμα δεν κατάλαβα που πάει αυτή η ώρα που γυρνάει πίσω. Ακόμα δεν μπορώ να χωνέψω τις αλλιώτικες νύχτες του χειμώνα και τα κατηφή μεσημέρια που σκοτεινιάζουν αμέσως. Ευτυχώς υπάρχει η σελήνη από πάνω μου που με βάζει και κάνω μαγικά, λίγο πριν τραβήξω το πάπλωμα στο σημείο του λαιμού μου.


Αεροδρόμιο Σπάτων. Αφίξεις. Μια μικρή επιστροφή γεμάτη δώρα. Οι γονείς που ξέρω από παιδί σαν δικοί μου άφησαν πίσω το Μαρόκο και τις καμηλάδες και μπήκαν στα σκοτάδια του αυτοκινήτου μου. Κόσμος νυσταγμένος. Περασμένα μεσάνυχτα. Κίτρινα ταξί γεμάτα ύπνο. Γέλια, άρωμα ταξιδιού και εξωτικής αύρας. Κοιτάω τα μαλλιά τους και τις κλειστές παλάμες τους. Σκέφτομαι μήπως η μία ώρα που γυρίσαμε τους δείκτες πίσω έχει σκαλώσει εκεί. Μπα. Δε νομίζω. Μάλλον βρίσκεται κάτω από τις περσινές μου ζακέτες. Πως είναι αλήθεια να αφήνεις πίσω κάτι που δεν ένιωσες ποτέ δικό σου;


Κι όμως...θα ήθελα πολύ να ήξερα πως να σε αφήσω.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 22, 2007

ΣτΗν ΑίΓιΝΑ

Πρωί Σαββάτου στο λιμάνι του Πειραιά. Ραντεβού με την Αίγινα. Ο Αίας μας περιμένει για επιβίβαση. Ουρανός θυμωμένος. Του πάω κόντρα με κρεσέντα γέλιου και φλυαρώντας με τα παιδιά της παρέας. Με ένα κουλούρι σουσαμένιο στο χέρι και ζεστό καφέ ταξιδεύω όπως πάντα. Μέσα και έξω. Μια ώρα και κάτι οι αφροί της θάλασσας λεύκαιναν την ευθεία του Σαρωνικού που θα μας έβγαζε στο νησί. Έχω την θερμότητα των ματιών σου κολλημένη πάνω μου. Στάματα να με τραβάς συνέχεια φωτογραφίες. Δεν θέλω. Άρχισαν και φαίνονται οι ρυτίδες μου.
Βόλτα στο κέντρο. Ψαραγορά. Παλιές φυλακές. Λιμάνι. Μύρισε φασαρία η νύχτα κι έφτασε γρήγορα. Με καλοκαιρινό ρούχο ακόμα πάνω της, αλλά όλο και πιο γρήγορα.
Ψάρι, κρασί,φρεσκοκομμένες σαλάτες. Μεγάλη παρέα με πολλά κοινά στο αίμα. Βράδυ υγρό και τρώμε σε εκείνο το υπέροχο τραπέζι με τα Ισπανικά πλακάκια. Ξεκινάει να βρέχει. Στην αρχή ψιθυριστά, έπειτα δυνατά, σαν κλάμα παραμελημένης γυναικός. Καθόμαστε πιο κοντά ο ένας στον άλλον. Φοράμε ζεστά φούτερ και πίνουμε περισσότερο. Δεν ξέρω ποιος σταμάτησε πρώτος να υπάρχει. Η βροχή ή εμείς;

Το άλλο πρωί ξύπνησα σα να ήξερα κάτι. Από την φαρδιά βεράντα του σπιτιού το μεγάλο πεύκο φιλάει ένα χοντροκέφαλο σύννεφο. Από μακριά, όπως τα κοιτάω, μοιάζουν. Έχουν το ίδιο περίγραμμα. Ίσως λοιπόν να ξύπνησα ξέροντας αυτό. Πως κάποια σύννεφα μοιάζουν με πεύκα. Δεν θέλω να το εξηγήσω παραπάνω.
Βράζω καφέ λίγο πριν την βόλτα μας. Εφημερίδες Κυριακάτικες παντού. Γέλια και προτάσεις χωρίς κόμματα. Μυρωδιές αφρόλουτρου και καθαρής πιτζάμας. Άντε πάμε. Πήρα το καλάθι που βάζω τις εικόνες μου,ένα γιασεμάκι,και μια μηχανή.
Φυσάει πολύ. Τα σύννεφα τρέχουν στην Παλαιοχώρα. Στέκομαι από κάτω τους και είμαι έτοιμη να κόψω εισιτήριο για να επιβιβαστώ. Ξανά. Δεν μπορώ. Δεν ξέρω τον τρόπο να το κάνω. Θέλω όμως να θυμάμαι τις οπλές τους. Κι έτσι βιντεοσκοπώ τα σύννεφα που τρέχουν γρήγορα στην Παλαιοχώρα. Πεύκα με αφράτη κόμη λένε όλο «ναι», γέρνοντας το κεφάλι προς τα κάτω. Παλιά πέτρινα ξωκλήσια, ερείπια σπιτιών με γεύση μιλφέιγ και γαλάζιος ουρανός. Λαμπερός μα γεμάτος πληγές και σύννεφα γάζες που όλο αλλάζουν σχήματα. Τσίμπησα ένα σύννεφο παχύ που έτρεχε με άλλη φορά. Δεν παρουσίασε ούτε μια μελανιά. Το’ξερες ότι τα σύννεφα δεν έχουν αίμα;

Κατεβαίνοντας το μονοπάτι σε έστησα κοντά στον φακό μου για να σε φωτογραφίσω την ώρα που μυρίζεις τα σύννεφα πάνω από την θάλασσα. Δεν είναι το ίδιο χαζούλα. Αλλιώς μυρίζουν πάνω από την θάλασσα.





Την τελευταία μέρα φόρεσα το κασκόλ που μου έπλεξες γύρω από το λαιμό μου.
Άσπριζαν οι βράχοι από τους αφρούς της μανιασμένης θάλασσας. Τα σύννεφα σαν πυκνοί καπνοί έκαιγαν την πόλη της Αίγινας. Από κάπου μακριά μύρισε βροχή και αλατισμένο φύκι. Περπατάμε μαζί σα να περπατάμε έτσι για χρόνια. Χωρίς μελλοντικά σχέδια και επιθυμίες. Απλά σα να περπατάμε έτσι για χρόνια.
Στην επιστροφή πιάσαμε με την Α. θέση στο κατσάρωμα και οι λέξεις σαν δίχτυ προστατευτικό μας απομόνωσαν από τον αέρα και τα βλέμματα των άλλων. Στην θάλασσα γινόντουσαν έργα. Ανασηκώνανε χαμένα νησιά και ένα τεράστιο φωτεινό βελάκι μας έλεγε να παρακάμψουμε την βόρεια άκρη τους.
Λίγο πιο κάτω ανακαλύψανε, μάλλον, ένα νέο μονοπάτι θάλασσας και στήνανε φώτα με φως ιλαρό κίτρινο που θύμιζε μάτι ψαριού. Όσο εμείς μιλάγαμε τόσο πιο πολλά γινόντουσαν γύρω μας. Τόσο πιο πολύ η πραγματικότητα δενόταν με την φαντασία.
Πάλι μαντάρα τα έκανα. Η ζωή δεν είναι ταινία.
Μικρά κόκκινα φώτα στην Σαλαμίνα σαν ερεθισμένα μάτια. Πιο κάτω ο Πειραιάς πάλι φωνάζει στην νύχτα.
Φτάσαμε.
Δεν ξέρω ακριβώς που. Πάντως ξέρω ότι φτάσαμε.

Κυριακή, Οκτωβρίου 14, 2007

ΟκΤωΒρΙαΝόΣ ύΜνΟσ


Άλλαξε ο καιρός. Έβαλε λίγο κρύο. Το σκηνικό πιο γαλάζιο από ποτέ. Υπόνοια βροχής. Μυρωδιά φθινοπώρου. Όλα υγρά.
Έφτιαξα τον υπολογιστή μου. Ξανάκοψα τα μαλλιά μου, πιο κοντά ακόμα.
Πούλησα κι άλλα κολλάζ. Κατέβασα το νέο cd των Radiohead.Έχει λιώσει στο repeat μαζί με τις σκέψεις που κάνω την ώρα που περνάνε από μπροστά μου τα σύννεφα. Σκέφτηκα να γράψω μια ιστορία μεταφυσικού τρόμου για τις εκδόσεις Οξύ.
Έβρεχε χτες τη νύχτα πολύ. Μούσκεψε η φράση που έχω χαραγμένη με πένα, πίσω από τον κοντοκουρεμένο αυχένα μου. Λέει κλαίγοντας «Αντέχεις να είσαι ευτυχισμένη;»
Τη νύχτα στο σκοτάδι ακούω να γεννιούνται σκυλιά και αλυχτίσματα. Φόβοι και πόνος συμπυκνωμένος και φυτεμένος μέσα στα υγρά χώματα.
Γεννιούνται γαλαξίες και μεγάλες αγάπες μέσα μας. Ψυχή μου αστερόεσσα πόσα αστέρια αντέχεις να γεννήσεις αυτό το βράδυ;
Τις νύχτες του Οκτώβρη διάλεξα να σε κοιτάζω κατάματα και να σου δείχνω όλους τους σπασμούς στο πρόσωπο μου. Έρχεσαι μέσα στα δειλινά μου με εκείνα τα κόκκινα λεπτά σου χείλη και τα κίτρινα μάτια που θυμίζουν λεμόνι κομμένο στη μέση. Σε θυμάμαι σαν ένα ξεχασμένο λουλούδι,που έβαλα ανάμεσα στις σελίδες ενός αγαπημένου μου βιβλίου κοιτώντας ένα απόγευμα την δύση του ήλιου να καίει πρόστυχα την μήτρα του ουρανού.
Κάπως έτσι.
Ο Οκτώβρης με μια περίεργη χλωμάδα ξαπλώνει πάνω στα σεντόνια μου κάθε πρωί.
Κοιτάω τα μαλλιά του. Είχες δίκιο, είναι γεμάτα ξεραμένους αστερίες και φύλλα κίτρινα, που όταν πέφτουν ψιθυρίζουν ύμνους Οκτωβριανούς για μια νεράιδα που χάθηκε μέσα σε ένα δάσος όπου ζούνε δέντρα στολισμένα με αστερίες οι οποίοι έχασαν τον προσανατολισμό τους και δεν βρήκαν ποτέ τη θάλασσα.
Απλώνω το χέρι μου να τα χαϊδέψω. Κάθε φορά που το κάνω αυτό σβήνουν οι λάμπες στο δρόμο. Και έπειτα έτσι ξαφνικά φεύγει από τα σεντόνια μου.
Ξημερώνει πιο γλυκά η μέρα τον μήνα αυτό. Μου μοιάζει σαν φρεσκοξυρισμένο αντρικό πρόσωπο.

Γράφω μικρές λέξεις στο φουσκωμένο μου ημερολόγιο.Αγκαλιες,λύκοι,πάγωμένα τοπία,το Ρέικιαβικ σε σχήμα πιπιλιάς στο λαιμό μου. Φωνές,σκέψεις, άνθρωποι χώρια. Άνθρωποι με βλέφαρα κλειστά. Βροχή που όλο δυναμώνει .Κρύο. Χνότα που θολώνουν το παρμπρίζ του αυτοκινήτου μου,πολλές γυμνές ηλεκτρικές λάμπες. Μαγνητικά πεδία, βαρύτητα. Πόδια που δεν λένε να κατακτήσουν κανένα τετραγωνικό που απλώνεται λίγο παρακάτω τους. Χέρια με μουτζούρες. Φίλοι και λευκά κρασιά. Κόκκινο κραγιόν. Σύντομα φιλιά. Τα κάθετα βράχια του αγκώνα σου και οι γλώσσα μου που όλο σκαρφαλώνει σε αυτά. Χαλασμένες φωνές κοριτσιών στο τηλέφωνο που σχεδόν λησμόνησα. Ακόμα δεν έστειλες νέα σου. Ίσως καταφέρω και σου γράψω πρώτη εγώ. Δώσε μου το χέρι σου,έχω έναν νέο προορισμό. Κάτω από εκείνο το ηλεκτρισμένο αστέρι που μοιάζει έτοιμο να κλάψει. Έλα θα σου δείξω όλα όσα έχω δει,αλλά υποσχέσου μου να μην τα πεις πουθενά. Ξάπλωσε δίπλα μου και ετοίμασε στις δερμάτινες παλιές βαλίτσες τα όνειρα σου.
Θα σε χαϊδεύω όλο το βράδυ μέχρι να σβήσουν οι λάμπες στο δρόμο.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 05, 2007

Το ΚοΡίΤσΙ τΗς LuSsILe


Το κορίτσι της Lussile με το πένθιμο,φουτουριστικό φόρεμα, μας ανοίγει τα πόδια του. Το κοιτάω για ώρες. Ταιριάζει πολύ με την θλίψη μου.
-Πως είναι η θλίψη σου; Η δικιά μου φοράει μολυβί φόρεμα και στα μαλλιά της έχει κρεμασμένους μωβ πλανήτες. Έχει μικρή μύτη και μεγάλα χείλια. Κι ένα σημάδι στο πιγούνι. Ουρλιάζει στις στοές του σύμπαντος και παίζει μήλα κρατώντας για μπάλα τον Ερμή.
-Εμένα, η δικιά μου κοιμάται. Ποτέ δεν κατάφερα να δω πως είναι. Κουκουλωμένη ως επάνω πάντα.
-Μπορεί να ξυπνήσει μια μέρα και να σου χαϊδέψει τα μαλλιά.
-Μπορεί. Μπορεί και να μοιάζει στο κορίτσι της Lussile,έτσι όπως φωτογραφίζεται κάτω απ’ τα φώτα της πόλης, στη νέα της καμπάνια.

Σήμερα φυσάει πολύ. Τρελαίνονται τα απλωμένα ρούχα και οι κουρτίνες φαίνονται σαν νευριασμένες που όλο τσακώνονται μεταξύ τους καθώς το σκάνε από τα ανοιχτά παράθυρα. Υπάρχουν μέρες σαν και την σημερινή, που μου έρχεται να πάρω το αεροπλάνο και να πάω την ζωή μου πίσω. Όσο πιο νότια γίνεται. Εκεί που κατοικοεδρεύει το καλοκαίρι και σταματάει ο χρόνος. Συνεχίζω να γκρεμίζω το βλέμμα μου ανάμεσα στους υδρατμούς των ημερών και στα γκρίζα κτίρια Ανάμεσα στα μαλλιά του Οκτώβρη, γεμάτα ακόμα πεταλίδες και ξεραμένα φύκια που όλο μπερδεύονται. Ανάμεσα στα ζεστά βράδια που με κάνουν να θέλω να γδύνομαι.
Πλάθω πόλεις με περίεργα ονόματα και τα ταιριάζω πάνω σε πρόσωπα εξωτικών γυναικών.
Άλλαξε πολύ ο κόσμος. Λες και ότι υπήρχε χτες δεν υπάρχει πια. Έτσι απλά εξαφανίστηκε μέσα σε μια νύχτα. Και δεν είχα σημειώσει στο ημερολόγιο μου και ποια νύχτα ήταν αυτή. Και άντε τώρα να τρέξεις να την βρεις και να τα φέρεις πίσω.
Κι έτσι περνάνε οι μέρες, σαν μελαγχολικά θαυμαστικά που δεν πατάνε καλά στην τελίτσα τους.
Κάθε πρωί κολλάς πίσω στην πλάτη μου και ακούς τις λέξεις που ανεβαίνουν στα χείλη μου. Έπειτα σκαρφαλώνεις ως το λακκάκι του λαιμού και λύνεις τον κόμπο τους. Ελευθερώνονται οι δόλιες και ευτυχώς έτσι καταφέρνω και ξυπνάω. Κάθε πρωί κοιτάω τον ουρανό. Με ξεσηκώνουν τα σύννεφα καθώς φουσκώνουν με υδρατμούς τα καπούλια τους. Θέλω να αποδημήσω από την πόλη αυτή,αλλά φοβάμαι. Έχω ακούσει πως πολλά αποδημητικά πουλιά κάψαν τα πόδια τους στα ηλεκτροφόρα σύρματα άλλων πόλεων όπου βρεθήκαν. Λες και η δικιά μου πόλη δεν έχει σύρματα και πρέπει να αποδημήσω για να καώ.
Κάθε απόγευμα την ώρα που ο ουρανός παίρνει τα χρώματα μιας πένθιμης μελιτζάνας, γεμίζω το στέρνο μου θλίψη. Δεν κρατάει πολύ. Φαντάζομαι τόσο, όσο κράτησε και η πόζα της Lussile, του κορυφαίου top model Heather Marks, για τον φακό του διάσημου φωτογράφου C. Coutayar.
Κάθε απόγευμα σε αυτή την μαύρη πόλη η θλίψη μου, ανοίγει τα πόδια της,σαν το κορίτσι της Lussile.Δεν ξέρω τι να της κάνω για να με αφήσει ήσυχη. Να χωθώ ανάμεσα της; Να την γδύσω και να την αφήσω σε κοινή θέα; Να της κόψω τα μαλλιά και να την κάψω; Δεν ξέρω τι θέλει. Σίγουρα με προκαλεί για κάτι. Με αφήνει και περιμένω. Είναι μια φορτισμένη αναμονή. Και καθώς εγώ την καρφώνω με το τοξωτό μου βλέμμα διακρίνω και αναγνωρίζω ότι είναι θεσπέσια.
Ξέρετε, έχει την γοητεία όσων φεύγουν για πάντα.