Τετάρτη, Ιουλίου 06, 2022

sUmMeR FoOtAgE

 

Κάθομαι σε ένα πελώριο κρεβάτι που μοιάζει με κοχύλι. Στερεώνω τα πόδια μου στην άκρη του σε ένα σωρό από βιβλία που θέλω να διαβάσω, αλλά ένας πονοκέφαλος στην διαπασών και μια ισχνή αδιαθεσία που με βάζει σε ρόλο ηρωίδας από κάποιο ποίημα της Μαρίας Πολυδουρη δεν με αφήνει να σηκωθώ. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα βήχω φθισικά και κρατώντας ένα μαντήλι στο λευκό μου χέρι σκέφτομαι τον χρόνο που τρέχει, τα περίεργα φυσικά φαινόμενα που σε κάνουν να αναρωτιέσαι ένα απροσδιόριστο για πόσο ακόμα, και την καλοσύνη των ξένων που με στήριζαν πάντα περισσότερο από τους συγγενείς. Ο covid με έψαχνε για μέρες θαρρώ. Με είχε βάλει στο πυρωμένο εκείνο μάτι του, καθώς διέσχιζα τα θαλασσιά  και ιδρωμένα δωμάτια σε εκείνη την έκθεση στο μέγαρο Ησαΐα, φορώντας μια μάσκα γεμάτη δροσοσταλίδες ιδρώτα και σκεπτόμενη μια pink lemonade.Με περίμενε στην ουρά του κυλικείου καθώς ζητούσα  ένα παγωμένο μπουκαλάκι νερό και με βρήκε την επόμενη κάτω από τα κόκκινα φώτα μιας πελώριας συναυλίας στον πλανήτη εφηβεία. Και να μαι τώρα χωρίς θάλασσα και ήλιο στο κρεβάτι κοχύλι, με μια στοίβα βιβλία και φάρμακα. Ένα μίξερ ακούγεται από κάπου μακριά. Μπερδεύω τον χρόνο. Σε ένα άλλο δωμάτιο, πιο παλιά, πίσω στον χρόνο, πάλι εγώ ξάπλα κι έφηβη. Καλοκαίρι στο δέρμα. Νιώθω δυνατή με αυτή την αδυναμία αφοσίωσης σε μια ζωή που δεν κατανοώ. Ο μπαμπάς παίζει ΠΡΟΠΟ στο μπαλκόνι. Φοράει ένα μπλε μαγιό που το χρώμα του έχει σπάσει από το αλάτι και τα πολλά πλυσίματα, η μαμά χτυπάει με πιρούνι σε βαθύ πιάτο τα αυγά για τις αυγόφετες, ο αδερφός μου μιλάει στο τηλέφωνο. Από το παλιό Bang & Olufsen ακούγεται η Χαρούλα Αλεξίου. Όλοι εμείς ακόμα εκεί με την γοητεία των ρωμαλέων σωμάτων, στεκόμαστε χωρίς θυσίες νερένιοι και χωμάτινοι. Όλα σε μια τάξη, όλα προβλέψιμα. Το αύριο, το μεθαύριο και μεις βαρεμένοι στην ιδέα του για πάντα. «Σε 10 λεπτά τρώμε», η φωνή της μαμάς. Με ένα χασμουρητό και μια λίμνη ιδρώτα έφυγα από αυτή την πλήξη και βρέθηκα στην τωρινή στοιχειωμένη ηρεμία του σπιτιού, προσπαθώντας να αποκαταστήσω την ζωή που λείπει με γνώριμους ήχους και φωνές που δεν ξανάκουσα ποτέ.

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα κι ακούω το σύμπαν να διαστέλλεται. Φυσάει τρελά έξω. Υπάρχει μια αίσθηση συντέλειας. Δεν διαπιστώνεται, υπονοείται. Η τηλεόραση ξέμεινε από καλές παρέες. Ψάχνω να βρω ανθρώπους να μιλάνε
για ποίηση με πάθος, για πολιτική, για λογοτεχνία. Βαρέθηκα τους ήρωες με τα μεγαλόστομα λόγια. Ψάχνω κάτι που απαρνήθηκα από ανοησία σε όλη μου την ζωή. Τα αδιέξοδα της νύχτας και οι προσδοκίες της μέρας που θα σκάσει μύτη όπου να ναι. Χάσαμε την ρουτίνα μας, καιρός να βρούμε τον εαυτό μας. Ο αέρας δυναμώνει μαζί με τον βήχα. Μπαίνουν μέσα με φούρια τρελή, ξεραμένα φύλα, κάτι παλιές μάσκες από εκείνα τα πάρτι του 80 στο Κουκάκι, σκόνη και χώματα, νεκρά άνθη βουκαμβίλιας, το πρώτο κουτί του Τ4, σοβάδες ασβέστη από τα σοκάκια των νησιών που ψηλώσαμε, παλιά χαρτιά από ξυλάκι παγωτό. Προσπαθώ με το πόδι να τα βγάλω πάλι έξω, όμως ο αέρας δυναμώνει, μοιάζει θυμωμένος, και στέλνει μέσα κι άλλα. Κι άλλη σκόνη, κάτι ζωγραφιές μου από το δημοτικό, το μαγιό του μπαμπά, εκείνο το μπλε που ξέβαψε από τα πολλά πλυσίματα, το βυσσινί στρώμα θαλάσσης που φουσκώναμε το 78 όλοι μαζί στον Πόρο, ξεφούσκωτο και τρυπημένο πια, φέρνει μέσα παλιά γράμματα από νεκρές φιλίες, το σελφ τεστ που βγήκε θετικό, την βέρα μου, που στο καλό την είχα θάψει, και την παλιά σκηνή που στήναμε στο φαράγγι του Ενιπέα και πολύ χώμα, τόσο που νομίζω ότι θα θαφτώ.

Ο καθρέφτης του μπάνιου είναι θολός. Μόλις έκανα το 7ο ντους. Ο βήχας έχει σταματήσει, το ίδιο και τα δέκατα. Λίγο μπούκωμα μόνο και μια μεγαλύτερη προσπάθεια για αναπνοή. Πλησιάζει η μέρα που χάθηκες μαζί με ένα κομμάτι μου. Πέρασαν 2 χρόνια θέλοντας και μη. Κι όπως έλεγες ο καθένας χτίζει ότι πιστεύει. Δεν έχτισα τίποτα από την μέρα που έφυγες για να  μην έχεις αγωνία ότι δεν θα το δεις , το αντίθετο έκανα που λες. Τα γκρέμισα σχεδόν όλα, δεν υπάρχει τίποτα πια. Ούτε καν εγώ όπως με θυμάσαι, αλλά αυτή είναι μια άλλη κουβέντα μπαμπά.