Πέμπτη, Ιουλίου 26, 2007

ΑφΗγΗτΗσ ΤοΥ μΕλΛοΝτΟσ


Οι διακοπές...αργούν. Έχουν ουρά μίας ολόκληρης εβδομάδας και τρίχωμα πρώιμου Αυγούστου. Κάθομαι μισή σε μια καρέκλα, μισή στο σκοτάδι και αναπνέω τις λέξεις σου μέσα από τις τρύπες του ακουστικού. Πάντα μου ερχότανε να φάω αυτά που λες. Όλα όσα θυμάμαι,όλα όσα μου λείπουν δεν είναι η πραγματική τους εικόνα,αλλά το άρωμα, η αίσθηση που αναδύεται από αυτά.
Μαζεύτηκαν πάλι σε εκείνο το σκοτεινό στενάκι. Έμαθα πως εκεί γίνεται η συνωμοσία για την ανταρσία των αγγέλων. Πήγα να τους βρω αυτή τη φορά. Στα χέρια μου είχα μια φέτα πεπόνι και στο στόμα μου κουκούτσια αστεριών. Καθώς έφευγα από την συνάθροιση έπεσα πάνω σε μια αγκαλιά που έμοιαζε με χρωματιστό ορθάνοιχτο κοχύλι που είχε μπλεγμένα κόκκινα φύκια. Είχα καιρό να δω αυτό το κορίτσι που έμοιαζε με άρρωστη θάλασσα. Είχα καιρό να το ακούσω να μου λέει πως έχει φουσκοθαλασσιές και ο κόσμος της φαίνεται βουνό ολόκληρο. Αποχαιρετιστήκαμε σχεδόν κλαίγοντας. Κάθε φορά που φεύγει γίνεται όλο και πιο αβάσταχτο. Κάθε φορά που στρίβει το στενό αφήνει ολόκληρη τρύπα. Πιο μεγάλη από κάθε προηγούμενη φορά. Στέκομαι με επικάλυψη δέους απέναντι σε όλα αυτά περιμένοντας να τη δω να επιστρέφει. Μα εκείνη πάντα συνεχίζει να χάνεται. Η νύχτα σαν μολυσμένη ασθένεια κολλάει πάνω στο δέρμα μου. Κατηφορίζω γεμάτη εγκαύματα και λειψά σημεία ζωής γύρω μου. Οι πόλεις του μέλλοντος μαστιγώνουν την κόρη του ματιού μου ανελέητα. Επιστρέφω νοητά σε ένα σπίτι που δεν υπάρχει πουθενά .Στον μικρό κηπάκο του ανθίζουν ορτανσίες σε όλα τα χρώματα ενός ψυχρού δειλινού. Πλατάνια με κορμούς τυφώνα. Νερά που ακούγονται από παντού. Μακρόσυρτα γέλια. Αιώρες που ησυχάζουν μοναχές περιμένοντας κάποιον να φανεί. Κοιτάω αριστερά μου και βλέπω ένα μωβ λιβάδι γεμάτο λεβάντες. Πίσω μου καταπράσινα βουνά. Μυρωδιά υγρασίας και στάσιμου νερού. Ποτέ δεν θα ζήσουμε σαν άνθρωποι. Το μέλλον με τραύματα παντού μου κουνάει το τεράστιο κεφάλι του. Ασθενικό και έτοιμο να αποσυντεθεί. Το μέλλον που κάποιοι κάποτε το μετατρέψανε σε μια άγρια ουτοπία, σε κουτί της Πανδώρας από το οποίο ξεπετάγονται μεταλλαγμένα όντα μέσα σε απάνθρωπες πόλεις γεμάτες αλλόκοτα κατασκευάσματα. Ποιος τόλμησε να βαφτίσει το μέλλον σαν μια συναρπαστική περιπέτεια; Ποιος κρετίνος πόνταρε τον χρόνο του φτιάχνοντας ταινίες,γράφοντας βιβλία,κατασκευάζοντας εικαστικά για την απεικόνιση ενός νέου θαυμαστού κόσμου; Ποιος ηλίθιος τόλμησε να παθιαστεί με αυτό και να παραμυθιάσει ολόκληρο κόσμο; Να τον κάνει να αφιερωθεί σε αυτή την ουτοπική εικονοποιία του μέλλοντος; Κάποιος που ήθελε να παραστρατήσουμε από την αλήθεια που θα έρθει να μας βρει με εκείνο το χρυσό δρεπάνι της.
Ετοιμάζω τις βαλίτσες μου μαζί με τους τριγμούς μου για αυτό το Σαββατοκύριακο. Το θέρος θεριεύει και ο έρωτας Θεός γίνεται θερμαγωγός, θεριστής, θερμουργός, θεράπων. Με τον Ιούλιο να βγάζει φωτιές από το στόμα ταξιδεύω, στεφανωμένη με έξοχες νύχτες και αποσβολωμένα μεσημέρια. Στο πίσω μέρος του νου μου έχω να θυμάμαι πως ο πλανήτης Άρης θα είναι ορατός στον ουρανό αυτόν τον Αύγουστο. Θα φανεί τόσο μεγάλος όσο η πανσέληνος στο γυμνό μάτι. Καιρός να κρύψω για λίγο το τηλεσκόπιο μου. Η σελήνη ανεβαίνει πίσω από τις ράχες των πολυκατοικιών. Την χαζεύω καθώς ψηλώνει και λύνεται από πάνω μου όλη η σάρκα. Πέφτει κατάχαμα με θόρυβο και αποκαλύπτεται το συναίσθημα ξεκάθαρο. Υπάρχει ένα στήθος που χωράει τα πάντα. Το στήθος της. Κίτρινο και λειψό σαν μισοφέγγαρο. Κι ένα βλέμμα που σβήνει το τώρα. Το βλέμμα του σαν νύχτα με πορτοκαλί σκοτάδι. To σκοτάδι της πόλης που δεν νυχτώνει ποτέ. Σταματάω ένα κίτρινο ταξί. Σαν να μπαίνω στο πίσω κάθισμα του φεγγαριού. Σκέφτομαι την άψη της αιώνιας θάλασσας. Το άρωμα της πίσσας των ασάλευτων δρόμων. Τις απέναντι κορυφογραμμές. Τις μπλε ώρες. Θέλω να ζήσω έτσι, όπως θα ζω κάθε αύριο.

Κυριακή, Ιουλίου 22, 2007

ΜίΑ νΥχΤα ΤοΝ ιΟύΛιΟ


Μικρές άσχημες ειδήσεις. Ξαφνικοί θάνατοι. Καυτός Ιούλιος. Άδειος από πράσινο. Σε κάθε σπίτι από δω και στο εξής θα υπάρχει μια μπουκάλα οξυγόνου και κάτω από κάθε μαξιλάρι το λήμμα της λέξης δάσος. Για τις επόμενες γενιές. Για να μαθαίνουν τι ήταν δάσος κάποτε. Θερινή μελαγχολία .Ο γλυκασμός αυτής της μελαγχολίας πονάει,όπως πονάνε οι αντιστάσεις στο πένθος. Μέσα σε μια κρεμώδη ρέμβη σκέφτομαι, βλέποντας τον Υμηττό απέναντι, όλους τους νέρωνες και τους δασοκτόνους που παρήλασαν. Σαββατόβραδο από αυτά που αφήνουν τα υγρά τους κάτω από το δέρμα σου και νοιώθεις σαν παραγινωμένο φρούτο. Θερινό σινεμά. Στην σκιά των 4 γιγάντων. Κάτω από το βράχο της ακρόπολης,ο Κάρυ Γκραντ με παίρνει μαζί του σε εκείνη τη στάση στη μέση του πουθενά. Μέρα μεσημέρι, χωρίς κανένα σκοτεινό σημείο, σε μια αχανή πεδιάδα. Τίποτα δεν συμβαίνει. Σκηνοθετώ την προσωπική έκδοση καταστροφής μου, γελώντας δυνατά, γιατί ούτε είμαστε άνθρωποι και ούτε θα γίνουμε ποτέ. Παρατηρώ ξανά το κοστούμι του. Ένα μυστήριο αεροπλάνο πετάει πάνω από τα κεφάλια μας. Κάπου θα έπιασε φωτιά σκέφτομαι,δεν μπορεί κάτι θα καίγεται και σήμερα. Το αεροπλάνο κάνει κύκλους και κάτι περίεργους ελιγμούς. Έρχεται κατά πάνω μας. Μας πυροβολεί, μας ψεκάζει. Δεν υπάρχει ούτε μια σπιθαμή γης για να κρυφτούμε. Σαν το μέλλον μας ακούγεται. Κάποιος μας τιμωρεί. Κάποιος μας κάνει πλάκα γενικότερα. Μπορεί στην θέση του πιλότου να είναι ένα έλατο που στόχος του είναι να μας αφανίσει από προσώπου Γης. Ξεπατικώνω τις κινήσεις του Κάρυ Γκραντ. Τρέχω μαζί του να ξεφύγω από κάτι που καμία λογική δεν το χωρά. Ονειρικοί χρόνοι που περνάνε σαν καυτοί αέρηδες κάτω από τα ρούχα μας. Κανείς δεν ξέρει τι μας περιμένει κι όλοι κατά βάθος το περιμένουμε με την μάχαιρα στο χέρι. Και όσο σκέφτομαι όλα αυτά,πεσμένη στο έδαφος δεν θ' αργήσει να εμφανιστεί ένα φορτηγό πάνω στο οποίο, ξαφνικά, θα προσκρούσει το αεροπλάνο! Πραγματικότητα είναι ότι σου δίνουν. Παρόλα αυτά θεωρώ τυχερό ακόμα τον εαυτό μου που έχει την πολυτέλεια των ενατενίσεων των άστρων μακριά από τα φώτα της πόλης που και που. Την πολυτέλεια να σαλιώνει βότσαλα για να δει το χρώμα τους,να μυρίζει τις οσμές των χόρτων τις Ιουλιανές νύχτες,να βλέπει τον βυθό με μυωπικό βλέμμα και να μυρίζει το ονειρικό εκχύλισμα της νύχτας,κεντημένος κάπου πάνω στην φόδρα του χρόνου. Απομακρύνεται η αντιαισθητικότητα εν μέσω αλκοόλ και συμμεθέξεων. Με την αναμονή των διακοπών η ψυχή ανοίγεται. Οι ψίθυροι της Ιουλίας νύχτας απλώνονται και κολλάνε στους τοίχους των σπιτιών,ανεβαίνουν στα δέντρα και αγκαλιάζουν τους καρπούς. Περπατάνε στους ήσυχους υποφωτισμένους δρόμους της πόλης. Ψίθυροι και σπασμένα φιλιά. Η Αποστόλου Παύλου πιο μαγική από ποτέ. Λυτρωτική και τόσο δροσερή μέσα σε αυτή την καυτή νύχτα. Σάββατο βράδυ σε μια ταράτσα κάνουν πάρτυ. Με περίμενες κατά βάθος, άλλα οι έκπτωτοι άγγελοι αποφεύγουν τις ταράτσες. Μένει μια νύχτα μέχρι να έρθει το πρωί. Να θυμάσαι, δεν είμαστε άνθρωποι και ούτε θα γίνουμε ποτέ.

Πέμπτη, Ιουλίου 12, 2007

ΑλΜυΡή ΟνΕιΡοΤρΟφΗ


Ο Ιούλιος με το χνούδι στα μάγουλα έκλεισε τα 12.Το μονότονο ρεφρέν των τζιτζικιών με πηγαινοφέρνει σε ότι πιο παλιό υπάρχει από καλοκαίρι στο χρονοντούλαπο της μνήμης μου. Με ψευτοπαίρνει ο ύπνος στην αιώρα της φαντασίας μου. Όνειρα με χυμώδεις θάλασσες γεμάτες αφρόψαρα και αναμνήσεις ηλίασης. Είμαι σε μια τεράστια παραλία που θυμίζει δαντέλα Κρήτης κι όταν μελαγχολώ σε σκέφτομαι. Στέκομαι μόνη και ακούω το κύμα να απομακρύνεται. Η δικιά μου παραλία δεν έχει καύκαλα σουπιάς και μαγικά δειλινά δίπλα στην θάλασσα. Δεν έχει κανένα δείκτη προστασίας στο δέρμα.Έχει μόνο εμένα που κοιτάω την παλιούρα του τότε να αφανίζεται από τον πολιτισμό του τώρα.Όλα υπέρ του θυμικού. Σχιστόλιθοι,αλμυρίκια,καλαμιές στα βαλτόνερα,νευρικοί σκορπιοί,γεμάτοι εύσημα πόνου. Περιττώματα γαιδάρων,χώμα,ιώδιο,πέτρα,φωνές που τις παίρνει για μενταγιόν ο άνεμος. Παλιός κόσμος,παλιός ουρανός παλιά σύννεφα,παλιά μητέρα και πατέρας, παλιός βυθός, παλιά δόντια, μάτια,έρωτες. Παλιοί φίλοι,παλιά φαγητά και μυρωδιές. Παλιά τραγούδια,παλιός αέρας από τα δυτικά,παλιά ποδήλατα πεταμένα στην παλιά άσφαλτο. Παλιές εφημερίδες ποτισμένες με αλμύρα και λεκέδες φρούτων. Παλιά αντηλιακά. Παλιοί άνθρωποι ολόφρεσκοι ακόμα, μαζί με όλον αυτό τον παλιό κόσμο. Κανένας δεν ήξερε τότε τι θα γίνει μετά. Ανοίγω τα μάτια μου απότομα .Εδώ είμαι. Ακόμα εδώ. Κρατάω στα χέρια μου ένα κουτί γεμάτο μέλλον που ψύχεται παίρνοντας μορφή και περιεχόμενο, που κανείς άλλος δεν θα γνωρίσει ποτέ. Το κουτί αυτό έχει αέρα, νερό, άμμο,βαθιά σπήλαια και λίγο σύμπαν. Παράξενο. Από μακριά, αν με δει κάνεις θα νομίσει ότι κήδεψα τον οίστρο των ημερών,αλλά δεν είναι καθόλου έτσι. Αναχαιτίζω φρενιτίδες και κοινοτοπίες που θα μπορούσαν να το κάνουν αυτό. Τώρα έχω ένα σπάνιο χαλαζία στο λαιμό μου γεμάτο φαντάσματα, που παίρνει όλη την αρνητική μου ενέργεια και όταν θολώνει από αυτήν τον βγάζω στον ήλιο να καθαρίσει. Σε φέρνω στο νου μου και κοινωνώ τα όνειρα στο σάλιο των λέξεων σου. Θα κάνουμε όμορφα πράγματα μαζί να το θυμάσαι. Θα γεμίσουμε τα χέρια μας μελάνι τυπογραφείου,θα κόψουμε παλιές εφημερίδες,θα κολλήσουμε νύχτα και μέρα πάνω τους και μετά θα χρωματίσουμε από την αρχή όλα όσα ήρθαν και μας βρήκαν. Τις λασπωμένες φωνές,τα αμαρτωλά καπούλια,την σκόνη που αιωρείται συνέχεια από πάνω μας και μας λερώνει. Ξανά από την αρχή. Θα φτιάξουμε ένα νέο κόσμο. Και θα τον πουλήσουμε μετά. Θα ανταμώσουμε κάτω από μια νέα θεωρία εξέλιξης. Κάτω από ένα νέο κόσμο που θα έχει μελωδίες πουλιών, μια δύση κατακόκκινη στη μέση μιας λίμνης, αστέρια άπειρα και ένα μεγάλο «ΝΑΙ». Το τέλος πλησιάζει μεταμφιεσμένο σε αρχή. Φοβάμαι τόσο που έχω γαντζώσει τα νύχια μου στα πιο βαθιά μου όργανα. Ερχόμαστε και φεύγουμε μονοί μας, όλα τα υπόλοιπα είναι ένα δώρο. Αλμυρή ονειροτροφή. Ιώδιο στη μνήμη και στα τραύματα που άφησε ο παλιός μας κόσμος, καθώς γκρεμιζόταν στο σχήμα του καινούργιου. Πάω να γευτώ την μέρα που σαν ολόφρεσκο φρούτο κρεμιέται στον ορίζοντα αν και ξέρω πως τίποτα δεν θα σταματήσει τον πόνο από όλα αυτά τα αγκάθια που έχω μέσα μου, μιας και στέκομαι άπραγη στον πόνο. Ξέρω πως η απραξία για κάτι καλύτερο ισούται με τον θάνατο. Και όπως λέει και ο Κούντερα «Ο θάνατος μπλεδίζει,όπως η ανυπαρξία. Γιατί η ανυπαρξία είναι ένα απέραντο κενό και το κενό είναι μπλε και τίποτα δεν είναι πιο όμορφο από το μπλε»

Σάββατο, Ιουλίου 07, 2007

OpEn AiR fEsTiVaL


Open air festival-Ολυμπιακά ερείπια Ελληνικού. Πατάω τα σκουπίδια του πάλαι ποτέ αεροδιάδρομου. Η Πάρνηθα μέσα στα εγκαύματα θυμίζει μια μητέρα που κάποιος της έβαλε φωτιά την ώρα που κοιμόταν. Τι πόνος. Τι ανυπόφορος κόσμος,τι αηδιαστική πόλη. Λόγια που πετάγονται σε χωματερές σαπισμένων αυτιών. Γυαλιά ηλίου, μέχρι να βγει η πρώτη μαύρη ανταύγεια στον ουρανό. Κοίτα πως μοιάζει όλος αυτός ο κόσμος με τις μπίρες στα πλαστικά ποτήρια. Σαν ασθενής με τα ούρα του στο χέρι. Καλησπέρα σε μια γη που ανατέλλει. Απέναντι ο Υμηττός ξαπλωμένος με μικρές καμπούρες στην ράχη του ησυχάζει. Πίσω μου ένα σύννεφο σαν χυμένο γουναρικό σε ψηλό τραπέζι, ακουμπάει την πουπουλένια πλώρη του στην θάλασσα. Είχα να της πω όλα αυτά μα δεν της τα είπα. Έχω χιλιάδες κλειδιά που ανοίγουν. Χιλιάδες πόρτες που ανάμεσα τους στέκομαι. Ακόμα δεν κατάλαβες ποιος είμαι. Ακόμα δεν σε κοίταξα έτσι όπως θα έπρεπε. Πρέπει να έρθεις , μόνο εσύ μπορείς.... Ξύλινα σπαθιά- Ήρθε ένα σύννεφο το βράδυ και με τύλιξε. Πιατίνια,πεταλάκια,κιθάρες,κόσμος που ετοιμάζει τα τοτέμ της τελετής με τα κινητά στο χέρι, σα νέα όπλα. Διάφανα κρίνα- Ότι απέμεινε από την ευτυχία. Ο αέρας φέρνει το άρωμα σου. Που έχεις κρυφτεί; Άκου εκεί δεν θα μπορέσουμε ποτέ να είμαστε μαζί. Έχω βάλει τους δρόμους και τα αερόπλανα στον Αττικό ουρανό να κοιτάνε για σένα. Που έχεις κρυφτεί; Φανερώσου. Κουραστήκαμε όλοι να φλερτάρουμε μαζί σου. Κατάντησε βαρετή πια αυτή η γιορτή. Έλα φανερώσου, αφού ο αέρας φέρνει το άρωμα σου. «Και συ να γερνάς μεσ' στης λήθης το ψέμα/ κουφάρι απόγνωσης στου ήλιου το γέρμα».Τα φώτα της σκηνής σαν γαλαζομώβ χρυσαλλίδες στάζουν πάνω από την διαφάνεια των κρίνων. Δεν βλέπω καλά τι γίνεται. Ο αέρας δυναμώνει. Σηκώνει σκόνη και τα μαλλιά μου γίνονται εκνευριστικά παραπετάσματα. Μια παρέα φεύγει. Μια σκέψη- πουλί πετάει μακριά. Πάει στο δάσος του έρωτα. Εκεί που όλα αυτά συμβαίνουν. Τίποτα δεν έχει απομείνει .Έλα να στήσουμε ένα ωραίο πανηγύρι. Κι ας χάσκει η ζωή μας. Ο κόσμος μαζεύεται σαν πυκνή θράκα κάτω από ένα αβέβαιο μέλλον. Πελάτες της σιωπής. Ο κόσμος όλος μοιάζει να είσαι εσύ. Ίδιο βλέμμα,ίδιο βήμα, ίδια απόσταση. Τόσο εφήμερα όλα, που κοντεύουν να λήξουν και σένα μαζί τους. Στον φραγμένο αεροδιάδρομο πέρα από το συρμάτινο πλέγμα ένας άντρας κόβει βόλτες. Από μακριά φαίνεται σαν σκοτεινή πηχτή σκιά,ανάμεσα σε κάθετες μαύρες γραμμές. Άγεται και φέρεται σαν μορφή τέχνης. Πάλι αέρας. Πάλι η μυρωδιά σου. Σκύβω χαμηλά το κεφάλι. Το ρούχο μου μυρίζει καθαριότητα και η ψυχή μου ανυπομονησία. Πως ήρθες και με βρήκες; Πως κατάφερες να παραγγείλεις ένα όνειρο στο νούμερο μου, που είχα σχεδόν ξεχάσει. Η μουσική σαν ζεστό υγρό κοιλιάς καλύπτει κάθε τι. Γλιστράει μέσα στα σημάδια της νύχτας, στα τάστα της κιθάρας, στις ιδρωμένες παλάμες του χρόνου που φεύγει. Κοίτα τον .Ξετυλίγει τις γάζες του δίπλα στον πάγκο με τις παγωμένες μπίρες. Κοίτα να δεις κάτι πληγές που έχει. Στην σκηνή η τελευταία ωραιότερη βόλτα. Πόση οικειότητα χωράει μέσα σε μια κόκκινη κιθάρα; Κατεβαίνω με ένα σάλτο τα σκαλιά. Στις τουαλέτες, που τόσο συχνά επισκέπτομαι, υπάρχει ένα περίεργο ροζ σαπούνι. Τόσο ζωντανό που δεν ξέρω αν πρέπει να βάλω τα χέρια μου μέσα ή την γλώσσα μου. Μπροστά μου ξεπηδάνε κάτι γυναίκες με λεπτά ακάλυπτα πόδια. Γυναίκες ελάφια που μου θυμίζουν ακόμα μια φορά την καταστροφή της Πάρνηθας. Πίνω με μιαν ανάσα την παγωμένη μου τεκίλα. Στην υγειά αυτής της πόλης που γίνεται όλο και πιο ανυπόφορη. Στην υγειά της φθοράς που όλο μας γλύφει και μας αφήνει το οξύ της. Εμείς όλοι αποσπάσματα ζωντανής αλληλογραφίας. Ένα ταξί με αναμμένο καπέλο τραβάει μια ευθεία γραμμή. Ο όγκος του βουνού, όσο σκοτεινιάζει, μπερδεύεται με τις κορυφές της νύχτας. Άγρια των άστρων μουσική,πάλι επισκέπτες έφτασαν στην πόλη. Τα κομμάτια τους χρωματιστά. Α, να και η σελήνη, μισή σαν χοντροκομμένη φωτεινή πατάτα, ανεβαίνει με αναπηρικό καροτσάκι την σκάλα του ορίζοντα. Που σκαρφαλώνεις όλο πάλι παλιοσελήνη. Κάτσε εδώ να φωτίσεις τα δικά μας παραμύθια. Νοιώσε μας. Κοντεύω να ξεχάσω τι είμαι. Νοιώσε με. Καλή αντάμωση. «Πόσες φορές θα στρίψει αυτή η σφαίρα ώσπου ν' αρχίσω πια να σ' εμπιστεύομαι ώσπου να πάψω να φοβάμαι... μου είχες πει πως θά 'ρθει κάποια μέρα που ό,τι αντικρίζω θα το ερωτεύομαι τώρα αρχίζω και θυμάμαι»!

Δευτέρα, Ιουλίου 02, 2007

ΛίΓο ΠρΙν - ΛίΓο ΜεΤά


Ετοιμαζόμουνα για όλα αυτά που θα έρθουν να με βρουν όταν τα σύννεφα πιάσανε φωτιά. «Δεν είναι σύννεφα, καπνός είναι», σε άκουσα να μου λες. Και ο νους μου έγινε στάχτη που κάλυψε όλη την Πάρνηθα και όλα τα κουφάρια εκείνων των ελαφιών που θα έβρισκαν μετά. Και εκείνη η πληγή στη ράχη της, έκαιγε τα δικά μου δάση κάπου πολύ βαθιά μέσα μου. Κι όμως, σαν πορτοκαλί παχουλό σύννεφο μοιάζει, επέμεινα. Και έτρεχα ξοπίσω σου στο λιμάνι κοιτάζοντας τα πυρρόξανθα μαλλιά σου και τα γυμνά σου πόδια, καθώς κοκκινίζαν και αυτά από το φως του ήλιου. Στην επιστροφή δεν είχε φανάρια. Τίποτα δεν είχε. Μόνο ζέστη,και αφόρητα συναισθήματα. Βρέξαμε τα πόδια μας στην βεράντα σου με το λάστιχο. Να σε είχα εδώ με βρεγμένα χέρια να μου χάιδευες τις γάμπες και να μου πιτσιλούσες το στόμα με νερό. Και ας καιγόμασταν μετά στην ράχη του πληγωμένου μας βουνού. Αυτού που όλοι έχουμε μέσα μας. Κι έπειτα βγήκε εκείνο το τεράστιο φεγγάρι που μίσευε από το ένα μέρος του κάτω αριστερά. Σου τηλεφώνησα και σε ρώτησα αν θα ήθελες να το πηγαίναμε στα επείγοντα περιστατικά. Σε λίγο θα μάτωνε τον ουρανό δίχως άλλο. Δεν προλάβαινα όμως κι έτσι το παράτησα σε ένα μικρό τετραγωνικό όρασης, χωρίς βάθος πεδίου. Και ήρθε η προετοιμασία της έκθεσης μια νύχτα που αν δεν ήταν νύχτα θα ήταν πύρινη γλώσσα ή πυρετός λίγο πριν το ξημέρωμα. Και άναψαν τα φώτα της πρόβας και οι συζητήσεις μιας αρχής που τώρα γυαλίζει το σημείο της εκκίνησης της. Και ήρθες με μια κατάφαση στο βλέμμα και τρεις κουβέντες γλυκιές. Έτσι πρέπει. Να ελευθερωθείς μέσα από μένα και μέσα από σένα να ελευθερωθεί εκείνη η ερωτική κραυγή, που βγάζει μόνο τις γάμπες της μέσα από τον κοκκινωπό ουρανίσκο σου. Τόσο χώρο της επιτρέπεις. Κι άλλο μπορείς. Σάββατο βράδυ. Πόσοι πολλοί άνθρωποι χωράνε σε ένα και μόνο βλέμμα; Πόσους πολλούς κατάφερα να βάλω σε μια τόσο μικρή αγκαλιά, σαν την δική μου; Πως το κατέφερα αυτό. Και όλη αυτή η αποδοχή; Πως το κατάφερα αλήθεια; Πόσα μάτια κοίταξαν με θαυμασμό αυτά που σιωπηλά υφαίνω μέσα στον ψηφιακό μου πυργίσκο τόσο καιρό; Ήρθατε όλοι. Όλοι όσοι περίμενα και όλοι όσοι έχω αγαπήσει χρόνια τώρα. Όλο το παρελθόν συμφιλιώθηκε με το χαρούμενο μέλλον μου γύρω από μια αγκαλιά. Κι αν δεν ήταν αυτή η ζέστη να με μετεωρίζει κάθε λεπτό και να ψάχνω αέρα, θα είχα σβήσει πιο νωρίς από όλα τα φώτα εκεί μέσα. Κι αν δεν υπήρχες εσύ θα ένιωθα πιο μόνη και από εκείνο το μικρό μαμούνι που περπάταγε γύρω από την πατημένη φλούδα λεμονιού. Και αν δεν είχα μαζί μου τον γάντζο που έχεις κρεμάσει στην νυχτερινή μεριά της ψυχής μου θα μπορούσα να πετάξω μέχρι τα αστέρια. Τα αστέρια, που με παρακάλαγαν να τα κοιτάξω εκείνο το βράδυ, όπου κανείς δεν με γνώρισε, κανείς δεν πάτησε τα γυμνά μου δάχτυλα,και κανείς δεν ψιθύρισε το όνομα μου σαν να το είχε από πάντα μέσα του, μυστικό που τον λιώνει. Φιλιά, χαιρετισμοί,καλά λόγια,σκόρπιες μαγεμένες ματιές. Τέλος της νύχτας. Γλυκό αγόρι με τα ναυαγισμένα μάτια σε ευχαριστώ για το κοκαλάκι στα μαλλιά. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα έκανες κάτι τέτοιο για μένα. Τέλος της νύχτας candyblue.Πάρε τα μάτια σου από τα κολλάζ σου και δρόμο. Σκάστο μαζί τους,λίγο πριν το ξημέρωμα σε ένα ταξί, μέσα σε μια αγκαλιά. Το πράσινο φόρεμα της,οι λεπτές της γάμπες,τα απαίσια τραγούδια στο ραδιόφωνο του ταρίφα. Η νύχτα που αλλάζει χρώμα. Η μέρα που έπεται. Μια γυμνή αλήθεια που τρίβεται από ώρα πάνω μας. Χαστούκισε την να φύγει η φίλα την με πάθος. Κυριακή,τελική ευθεία. Παίρνω ένα βελάκι και το καρφώνω στον περιφερειακό της καρδιάς σου. Ο τελευταίος μου προορισμός είναι αυτός για σήμερα. Όλα τελειώνουν εδώ. Και γω,όπως και συ, νοιώθω σα να επιστρέφω από ένα μεγάλο ταξίδι. Έλα να βάλουμε μια άνω τελεία. Πάω να φέρω τους αζιμουθιακούς πίνακες. Εσύ ωστόσο,σκέψου την πιο μακρινή απόσταση ενός άστρου από τον μεσημβρινό ενός τόπου που λατρεύεις και πάμε.