Καμία φορά , ιδίως τα Σάββατα, τρέχουν τα μάτια μου νοσταλγία. Έξω από το παράθυρο το φεγγάρι βάζει όλα τα κουράγια του για να γίνει ολόγιομο. Το δέντρο στολισμένο σαν σχιζοφρενής πύργος έλεγχου αναβοσβήνει στα σκοτάδια του σαλονιού και του ύπνου μου. Είχα καιρό να γράψω γιατί χάζευα τις ανοιξιάτικες ανταύγειες του Δεκέμβρη κάτω από τα παπλώματα. Πάνω στους λόφους, κάτω από τα δέντρα που αρνούνται να ρίξουν τα φύλλα τους, μέσα από νυχτερινά πλάνα. Χάζευα τον ουρανό με τα σύννεφα, χωρίς τα σύννεφα, την βροχή πάνω στα ρούχα μου, πάνω στα τζάμια των αυτοκινήτων. Χάζευα τα πουλιά που όλο έφευγαν ποιος ξέρει για πού. Μια μεγάλη αφηρημάδα ήμουν τον τελευταίο καιρό και που μυαλό για γράψιμο. Έστω αυτές τις λίγες αράδες του μήνα.
Τώρα όμως που φεύγει αυτός ο χρόνος είπα να γράψω κάτι. Κάτι ολοστρόγγυλο και γυαλιστερό σαν ασπίδα. Κάτι που θα με προστατέψει, πριν μπει ο καινούργιος με τα σπαθιά και τις φωτιές και τα ξεκάνει όλα. Και έτσι την ώρα που έφευγε η Λουκία για το τελευταίο ταξίδι της, πήρα τα κιάλια από τα χέρια των άστρων και ξαναβρήκα αυτούς που έχασα. Έπειτα έφτιαξα πρόχειρες γέφυρες στο χάος και επικοινώνησα με τους μεγάλους θυμούς μου. Και έγινε η μέρα υπέρλαμπρη με μουσικές χορευτικές. Το σώμα στη διαπασών. Κανένας γδούπος, κανένα κλάμα ούτε κανένας οδυρμός δεν ακούγεται. Το σώμα στη διαπασών. Έτσι του πρέπει λες. Μα ότι κι αν εσύ μου λες εγώ βλέπω τον κόσμο φοβισμένο -σαν μικρό παιδί που κλείνει τ' αυτιά του όταν αστράφτει, για να μην ακούει τις βροντές. Βλέπω μια ραγδαία επιδείνωση που σαν επιθετικός ιός μας καταβάλει και χάνουμε την τόλμη του να ζήσουμε από το σημείο Α στο σημείο Β.
Χτες ονειρεύτηκα τον ουρανό μιας πόλης κατακόκκινο με λίγο πορτοκαλί. Έσκαγε σαν έκρηξη το χρώμα αυτό μέσα από κάτι μαζεμένα μολυβί σύννεφα. Και έπειτα έπεφταν αστραπές και κεραυνοί. Ήμασταν μέσα σε ένα μικρό μαύρο αυτοκίνητο χαμένοι σε κάτι στενά. Στενά μιας πόλης που δεν έχω ποτέ μου βρεθεί. Θύμιζε λίγο san chiminiano. Ο ουρανός συνέχιζε να ερεθίζεται και ένας κόκκινος Ήλιος υποσχέθηκε μαζί με την γκριζάδα των σύννεφων μια καταιγίδα που ποτέ δεν ήρθε. Αντίθετα κεραυνοί πέφτανε παντού ολόγυρα μας. Μέχρι που κάποιος μας χτύπησε και το σώμα μου γέμισε φως και πόνο και το στόμα μου μια γεύση ηλεκτρισμένης σκουριάς. Ξύπνησα και ανέπνεα αργά. Πονούσε η μέση μου και το μόνο που σκέφτηκα ήταν πόσο τυχερή είμαι που ζω έτσι στα όνειρα. Άφθαρτη, ατρόμητη και τόσο οικεία. Και πάντα όταν σηκώνομαι από το κρεβάτι μετά από κάτι τέτοια όνειρα, προσπαθώ να μην ξεχάσω. Προσπαθώ να μην συγχωρήσω. Αυτή τη φορά αρνούμαι συνειδητά να αφήσω χώρο για εξωτερικούς εισβολείς συναισθήματος. Η μοναξιά αν δεν έχει τίμημα, δεν αξίζει σαν συνθήκη δημιουργίας. Πάω να ανακαινίσω χωρίς φασαρία λοιπόν τον κόσμο. Εσύ από δίπλα. Δυο τρία σταθερά σημεία, ακλόνητα, στην σκέψη μου και καμιά δεκαριά ιαματικοί άνθρωποι με σώμα κι λέξεις να στηρίζουν τα δοκάρια μου.
Έκανα εγώ ένα βήμα. Κάνε εσύ το επόμενο. Και ας μπαίνει με πύον και αίμα το 2012.Τώρα που ξεμάτωσαν οι ψυχές μας who cares?