Έχω ασκηθεί στην αμφιτοπία. Μπορεί να είμαι σε 3 μέρη ταυτόχρονα. Στο ένα είμαι κάπου στον μακρινό Καναδά αναπνέοντας παγωμένα τοπία, σταυροπόδι, μιλώντας με την Νικαέλα και κάνοντας πίτα με σπαράγγια και προσούτο. Στο άλλο ταξιδεύω μαζί με ένα χάος συμπαγές στους ώμους σε όλη την γη μπαινοβγαίνοντας ασταμάτητα σε ναούς, σπίτια, μαγαζιά και λεωφορεία και στο τρίτο κολλάω την πλάτη μου στην δική σου κάθε βράδυ. Δεν βαριέμαι ποτέ. Μόνο που κάποιες φορές μελαγχολώ καθώς παρατηρώ το φως που όλο συντομεύει και με αφήνει μόνη σε ένα δωμάτιο τυλιγμένη με μια κουβέρτα και ένα σκισμένο βιβλίο, καρφιτσωμένη σε μια νύχτα ατελείωτη.
Προσπαθώ μέσα από αυτή τη νύχτα και μετράω την ζωή με ότι έχω ή ακόμη και με αυτά που δεν έχω, όπως για παράδειγμα πόλεμο, ασθένειες, το κλάμα των παιδιών που κάτι τους λείπει, την ανεργία, την έλλειψη τροφής και αγάπης. Βλέπω ότι έχω ακόμα πολλά σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές και πιθανώς τις επικείμενες. Και νιώθω πως είμαι τυχερή και κακομαθημένη μπροστά τους. Και κάπως έτσι το απολαμβάνω. Κρατώ το καλύτερο που μου δίνεται από όλο αυτό .Σε λίγα χρόνια ξέρω πως αυτά θα είναι τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου. Για αυτό σκοπεύω να τα ζήσω όσο κρατήσουν με τον έναν η με τον άλλο τρόπο. Και χαμογελάω που μπορώ ακόμα να πίνω κρασί με ότι καλύτερο μου έχει απομείνει τριγύρω, από ανθρώπους και καταστάσεις που εγώ δημιουργώ. Και χαίρομαι ακόμα πιο πολύ που αν και εντός μου νιώθω ενεργά απαισιόδοξη τίποτα δεν με έσπρωξε να αγοράσω ένα όπλο. Η ζωή είναι καλή. Και μου βγάζει κάτι θετικό, έστω και αμήχανα. Και αυτή η εποχή παρ όλο που με έχει γρατζουνήσει- και αργότερα ίσως με ματώσει παραπάνω από όσο θα αποφεύγω- δεν παύει να μου είναι συμπαθής. Όπως ήταν συμπαθής, και τότε εκεί πίσω στην παλιά μου ζωή, η εποχή που πιστεύαμε τα λόγια του ραδιοφώνου, της εφημερίδας, του παπά και του διάκου, έχοντας μόνο την ψυχή μας βασικό περιουσιακό στοιχείο. Οι εχθροί είχαν ταπεινωθεί, δικαστεί και αποκατασταθεί με προϋποθέσεις. Οι ψείρες είχαν εξαφανιστεί. Η εθνική περηφάνια μασούσε δάφνες και κλάδους ελαίας μαζί με τις ελιές. Τι άλλο θέλαμε; Τώρα απλώς έμεινε η αίσθηση και η νοσταλγία του ρετρό και ήδη αποδείχτηκε ότι έζησαν αυτοί καλά και θα ζήσουν ακόμη καλύτερα. Οι πρόγονοί μας εξάντλησαν όλες τους τις δυνάμεις για να τιμωρηθούν όσοι επιβουλεύονταν τον «γραφικό μινιμαλισμό μας», που βεβαίως τότε είχε άλλη αξία. Και γω θέλω να ζήσω ακόμα καλύτερα και από αυτούς και έτσι έχω αποφασίσει να κάνω.
Κυριακή βράδυ. Από τη μια ο μηντιακός ωκεανός του ανούσιου από την άλλη τα χαμηλά σύννεφα που μυρίζουν αποθηκευμένη υγρασία. Λίγες αγχωμένες αστραπές στο βάθος. Κάποιος ρίχνει φωτοβολίδες στα ουράνια για να κάψει τον θρόνο του Δημιουργού, σου λέω τελειώνοντας το ποτό μου στην Φθινοπωρινή Πανόρμου. Σκάμε στα γέλια καθώς ένας ηλεκτρισμένος νοτιάς σκορπάει τα φύλλα των δέντρων στα μαλλιά μας και στους βρεγμένους δρόμους. Ο άνθρωπος ποτέ δεν απομακρύνθηκε από την επιθυμία του ουρανού, αλλά επειδή λόγω της βαρύτητας αναγκάζεται να πατάει πάνω στη γη, το κάλεσμα αυτό παραμένει μετέωρο. Η νύχτα χαμηλώνει κι άλλο στα πόδια μας Εξαφανίζομαι στα έγκατα του μετρό.
Πρέπει κανείς να μετατοπίσει τον εαυτό του για να δημιουργήσει μια κίνηση η μια επερχόμενη αλλαγή. Να το θυμάστε αυτό.