Παρασκευή, Δεκεμβρίου 31, 2021

jAnUaRy FoOtAgE

Τα χέρια μου είναι παγωμένα, άλλα δεν με ενοχλεί όπως παλιά μιας και δεν χαϊδεύω κανέναν πια. Το φώς του χαμηλού μεσημεριού, ένα έντονο πορτοκαλί σαν σπλαχνικό υγρό με διάχυτα λευκά νήματα μου καίει τους πόρους. Δεν περιμένω κάτι. Διαχειρίζομαι το τίποτα φορώντας ένα κυπαρισσί πουλόβερ όλες τις γιορτές. Το φως καταρριχάται και χάνεται σε σκοτεινές γωνίες. Καταπίνω αέρινους κόμπους που κάνουν ένα περίεργο ήχο, σα να σπάνε ξεχασμένα υπολείμματα εγκατάλειψης. Άλλοι το ονομάζουν απουσία οξυγόνου, άλλοι στρες.
Νύχτα παρά νύχτα ονειρεύομαι πώς ζουν όλοι οι πεθαμένοι, ιδίως ο πατέρας. Τους συναντώ σε σπίτια παλιά, που δεν υπάρχουν πια, να διαβάζουν εφημερίδα με ένα φλιτζάνι ελληνικό καφέ στο πλάι του αντίχειρα. Συχνά οι πεθαμένοι μου μιλούν, με συμβουλεύουν για να ακριβολογώ, και έτσι μπορώ να ξανακούω την αγαπημένη φωνή τους, κι άλλες φορές με πλαστικά πιρούνια (σαν κι αυτά που έβγαζε η γιαγιά όταν σερβίριζε τα απογευματινά φρούτα) τρυπούν το θαλασσί μπαλόνι της λήθης μου. Ξυπνάω με μια δίψα τεράστια. Την ίδια δίψα που είχα όταν ήμουν παιδί μετά τον απογευματινό ύπνο. Άλλα δεν θέλω νερό για να την σβήσω. Θέλω αγάπη και 4 πακέτα ξεβαφτικά μαντηλάκια με υαλουρονικό για τη ζημία που κάνουν τα δάκρυα στο μακιγιάζ των εορτών. Ακόμα Χριστούγεννα γύρω.Αναβοσβήνουν τα φώτα στα δέντρα των σπιτιών σαν χαλασμένα φανάρια. Που και που ένα ασθενοφόρο περνά. Το ίδιο αδιέξοδο, η ίδια κρυάδα στην ψυχή. Κυκλοφορώ αμέριμνη με ανοιχτό το τραύμα μου προσπαθώντας να το χωρίσω σε εκείνα τα παπούτσια που είναι ένα νούμερο μεγαλύτερο και να περπατώ ευθεία ανάμεσα στις συνευρέσεις των ζωντανών. Σα να μην συμβαίνει τίποτα. Όμως πάντα κάτι συμβαίνει και το τραύμα σαν τσούχτρα πάλλεται και μου δαγκώνει την Αχίλλειο πτέρνα.
Μια αχνογάλανη γυναικεία γραφή από το έτος 1978 μας έχει πολλά χρόνια, το δέντρο στο σαλόνι είναι αληθινό, οι μπάλες γυάλινες, κόκκινες και μπλε και το γάλα με τα μπισκότα για τον Αϊ Βασίλη φωσφορίζουν στην χαμηλή ροτόντα. Τα κοιτώ με τα τότε παιδικά μου μάτια, μέχρι που τα μάτια πρήζονται και μεγαλώνουν και γίνονται μαύρες τρύπες που καταπίνουν όλα τα χρόνια που μπόλιασα μαζί με τα σκουλήκια της αποσύνθεσης που βγαίνουν από τα μπισκότα του '78 καθώς τρώνε όλα τα γράμματα που μπορώ να διακρίνω : «Μιράντα». Έτσι θα ήθελα να έλεγαν την αδελφή μου, αν ποτέ.
Δεν είναι οι γιορτές ωραίες για όλο τον κόσμο, κι όπως ήδη ξέρετε σε κάποιους η άχνη από τους κουραμπιέδες κάθεται στο λαιμό. Κάθε χρόνο.
Δεν βαριέστε, καλή χρονιά που είθισται να λέμε. Κι εύχομαι αυτό που θελήσαμε παράφορα και μας αγνόησε να αλλάξει γνώμη και να τρέξει πίσω μας να ψάξει να μας βρει .

Κυριακή, Δεκεμβρίου 05, 2021

DeCeMbEr fOoTaGe

 


Η νέα σελήνη δύει με όλο της το βάρος πάνω από την Αίγινα.
Σκοτεινιάζει. Ένα λερωμένο πορτοκαλί ουρλιάζει στα τέσσερα καταπίνοντας κομμάτια θυμωμένου μπλε μαζί με μερικά σύννεφα σαν αποσιωπητικά που καθώς αλλάζουν σχήματα, μοιάζουν με καπνό. Ίσως καπνίζουν οι θεοί πούρα Αβάνας.

Η πολυκατοικία μυρίζει χαλασμένη σφουγγαρίστρα όπως και η ζωή μου. Ψάχνω τα συρτάρια για μια ξεχασμένη αγκαλιά αλλά πέφτω πάνω σε σπασμένους συνδετήρες και χαλασμένες μύτες μολυβιών που μένουν νεκρές στον πάτο τους.

Στάση σώματος αναπηρική. Σπατάλη ζωής μέσα σε στενές καμπίνες αυτοκινήτων και δωμάτια χωρίς αερισμό. Μαθαίνουμε να λιγοστεύουμε φορώντας μάσκες, υπακούοντας σε παράλογες προστακτικές. Κοβιντ. Παρασιτικός φόβος. Απώλεια ζωής, αγάπης, επαφής, μνήμης. Φεύγεις έρχεσαι και μένω πάλι το ίδιο ασάλευτη. Ούτε βήμα παραπέρα, μήπως και χάσω τον ίσκιο σου. Κολλημένη σε μια δυστοπία, σε μια αυταπάτη σε ένα άνοστο απόσπασμα που θέλω τόσο πολύ να ξεριζώσω, μα έπειτα σκέπτομαι πως δεν έχει ρίζες, σαν και μένα.

Τις Κυριακές που το φως μοιάζει με καραμελόχρωμα από Ουίσκι ανταμώνω με γνωστούς και αγνώστους σε ερείπια παλιών νοσοκομείων και ζωγραφίζω μορφές μεγάλης κλίμακας για να πω ότι υπάρχει ακόμα κάτι μέσα μου ζεστό. Ότι ακόμα ζω, έστω κι έτσι, έστω τόσο. Να! Δείτε.

Και επιστρέφοντας στη μεγάλη τζαμαρία του σαλονιού αρπάζω τα κιάλια και ψάχνω πίσω από τα ηλιοβασιλέματα να βρω τους εξολοθρευτές μας πίνοντας Palermo gin μέχρι το ξημέρωμα. Και οι εξολοθρευτές, που ακόμα δεν μας συστηθού, βρίσκονται κάπου πίσω από την καμπύλη της Σαλαμίνας και τις αιχμές της Αίγινας, ξαπλωμένοι ή ορθοί και μας παίρνουν αυτά που αγαπάμε. Μας τυραννούν με ανεργίες, αρρώστιες άσχημες, ατυχίες, κενά μνήμης, αιφνίδιους θανάτους και ανισότητες, χωρις πάντα κάποιον λόγο και αιτία.

Δεν υπάρχουν Άγιοι, όπως κάποιοι λένε, ούτε θεοί, ούτε καν οι δικοί μας αποθανόντες που και καλά πάντα θα κοιτάξουμε από κει ψηλά ή από κάπου παραπέρα. Είναι όλοι τους, εξολοθρευτές που δεν έχουν τα κότσια, ούτε καν να μας φανερωθούν, έτσι ώστε να ξέρουμε τι μας πολεμά για να το πολεμήσουμε.

 

Σούρουπο μαβί σαν συκώτι. Κουκάκι. Η γέφυρα στην πλατεία Κουντουριώτη μόλις φτιάχνεται. Θόρυβος και καυσαέριο μαζί με άλλες σπαστές μυρωδιές παλιάς ζωής με έντονο πατσουλί μπαίνουν από το μισάνοιχτο παράθυρο του πρώτου σπιτιού που έζησα. Ο αδελφός μου δεν έχει ακόμα γεννηθεί. Είμαστε όλοι νέοι και ζωηροί. Όλοι μέσα σε αυτό το μικρό όμορφο σπίτι και ρωμαλέοι. Αυτό που ήρθε να μας φάει,τότε δεν μας είχε πλησιάσει καν. Ο μπαμπάς παίζει φυσαρμόνικα στη ροτόντα του σαλονιού, η μαμά βάζει λακ στα μαλλιά της πίνοντας γκαζόζα. Από το μικρό τρανζιστοράκι ακούγεται το “ OH CAROL

Η γιαγιά στο ξεθωριασμένο δωμάτιο που κοιμόμασταν μαζί πλέκει ένα κασκόλ σε αποχρώσεις του μπλε. Ακούω ακόμα ξεκάθαρα τον ήχο που κάνουν οι βελόνες στις μικρές μετωπικές τους. Ακούω ακόμα την φυσαρμόνικα σα να είμαι εκει. Το πνιχτό γέλιο της μαμάς και τα κορναρίσματα από το δρόμο.

Ήταν Δεκέμβρης. Μόλις είχα συνειδητοποιήσει ότι είμαι εξωγήινος και κατάγομαι από τον Κρόνο και εκείνο το Χριστουγεννιάτικο δέντρο που στόλιζαν κάθε χρόνο οι γονείς μου δεν ήταν κάτι άλλο από το χαλασμένο διαστημόπλοιο που με έφερε ως εδώ. Έλα τώρα, όλοι το ξέραμε αυτό. Άλλωστε κάθε άνθρωπος κατάγεται από εκεί που αισθάνεται καλύτερα. Οι ρίζες είναι για τα φυτά.

Προχωράμε.