Όσο περνούν οι μέρες, η χώρα χάνει το χρώμα της, θαμπώνει και μοιάζει με χαλασμένη κόπια ασπρόμαυρης ταινίας. Βροχές και σύννεφα, βέλη με φθινοπωρινές αιχμές. Ανίσχυρα μπροστά στο τόξο του ήλιου. Εκλογές ξανά, συναντήσεις ηγετών, θόρυβος και βουητό. Και όλο λες πως κάτι θα αλλάξει αλλά είναι σαν να αλλάζεις κωπηλάτες ενώ συμβουλεύεσαι την ίδια χαλασμένη πυξίδα. Ο Μάιος, ασθενικός, υποχωρεί μέσα μου καθώς ονειρεύομαι βυσσινόκηπους ανθισμένους με πολλές μέλισσες. Κλείνω κι ανοίγω τα μάτια με προσποιητή κούραση. Κόντρα στην αντηλιά, όπως οι γάτες. Η γη γυρίζει, τα πουλιά ακόμα κελαηδούν. Η νύχτα παραμένει νύχτα. Το δέρμα μου αφυδατωμένο δεν νιώθει το παραμικρό πια. Το βλέμμα μου επίσης. Και όλο μου υπενθυμίζω ξανά και ξανά πως πρέπει να έχω την ποιότητα του διαμαντιού, αλλά να συμπεριφέρομαι σαν άνθρακας.
Ο ήλιος ανατέλλει και η μέρα μεγαλώνει και τεντώνεται με δύναμη σαν πιασμένος υπάλληλος. Αυτές οι ζέστες του Μάη έχουν κάτι. Κάτι που είναι και λίγο θάνατος για μένα, αφού μου προσάπτουν το άθροισμα απωλειών, απογευμάτων και προσώπων, οδών και λεωφόρων που έγιναν αδιέξοδα αλλά και ημερομηνιών που δεν λένε να σβηστούν. Περιμένω με μια ανεξέλεγκτη ηρεμία τα Σαββατοκύριακα για την συνηθισμένη μου πεζοπορία στον Υμηττό. Η παρέα αλλάζει κάθε φορά ενώ ο ουρανός παραμένει σταθερός πάνω από τις χωρίστρες μας. Τα αεροπλάνα αφήνουν εκείνη την λευκή γραμμή που μοιάζει με μονοκοντυλιά από άχνη και τα σκονισμένα μας παπούτσια αναπαράγουν ίχνη γεμάτα νοσταλγία, γεμάτα χλωμή θλίψη για ότι μας πήρανε και πάει. Ζέστη, η χαρακτηριστική γεωγραφία του ιδρώτα στην κοντομάνικη μπλούζα. Το κάψιμο στα χέρια και στο σβέρκο. Κι όμως, αυτή η αψάδα της μεσημεριανής ζέστης κάτι παρηγορητικό σφυρίζει στ' αυτιά μου. Κάτι με ψιθύρους εντόμων και θρόισμα λεύκας από ένα ιδιωτικό παρελθόν. Και όλα ξαφνικά σα να βυθίζονται μέσα μου και να βυθίζουν και μένα στην θέα του τσιμέντου. Και τότε είναι που θα θελα να γίνω κάποιος άλλος, κάποιος που να μπορεί να αντέξει αυτό που θα συμβεί. Ή απλά κάποιος άλλος και ας μην το αντέξει. Η φύση, απτόητη όμως, γιορτάζει και στολίζει κάθε υποψήφιο οικόπεδο με παπαρούνες, μαργαρίτες και ζηλόφθονες τσουκνίδες και εγώ συνεχίζω και ξυπνάω από κελαϊδίσματα πουλιών στις 5 το πρωί νοτισμένη.
Ξεκίνησα να πίνω νερό. Δεν μου αρέσει η γεύση του αλλά πρέπει να πίνω. Οχτώ με δέκα ποτήρια την ημέρα.Πρέπει να γίνω έφορη ξανά. Να ανθίσω. Πρέπει να με καλλιεργήσω στοργικά. Να με επαναπροσδιορίσω. Και όλα αυτά την ώρα που μια Ελλάδα καταρρέει.
Το βλέπω καθώς χάνω τις σταθερές μου, η κατηφόρα δεν έχει κορυφές. Λέω λοιπόν να αρχίσω να ανεβαίνω. Έστω και αν χρειαστεί να το κάνω με την όπισθεν.
8 σχόλια:
Καλή αρχή με το νερό.. χρειάζεται και το ξέρεις..
Έτσι είναι ο Μάιος.. παιχνιδιάρης..
και είχα τόσο ανησυχήσει για σένα... έκλαιγα πριν καιρό γιατί νόμιζα ότι πέθανες... στείλε μου το mail σου τώρα
:)
Η γραφή σας, καθώς και τα κολάζ σας, μαγικά... Με ταξιδεύουν και με βοηθούν να ονειρεύομαι πιο εύκολα...
http://youtu.be/1icGUVn77PM
(αυτό μου ήρθε στο μυαλό)
ανηφόρες.
κατηφόρες.
ανηφόρες.
μόνο.
bereniki γιατίχαμογελάς;;;;;
ανώνυμε ευχαριστώ, μακάρι να το πετυχαίνω πάντα.
Me:Moir είναι λίγο σκοτεινό και δεν έχει ούτε μια καρδούλα.
efoudi: ανηφοριές πιο πολλές αλλά όχι μόνο.
Δημοσίευση σχολίου