Ξημερώματα Σαββάτου. Τίποτα ρόδινο δεν χαράζει στον ορίζοντα. Κοιτώ τα νυσταγμένα και ακούραστα φώτα της πόλης από τον λόφο του Λυκαβηττού και αναλογίζομαι χωρίς eyeliner τους ενεστώτες του μέλλοντός μου.
Μεσημέρι Κυριακής. Φυσάει με μανία σα να θέλει να διώξει ο αέρας τα ίχνη του κόσμου όλου. Δυο στενά πιο κάτω οι Αλκυονίδες το βάζουν στα πόδια και αφήνουν το φως μοναχό να ζεματάει τον κόρφο του. Ο ουρανός γαλανός, ουσιώδης συντελεστής μιας σταλιάς αισιοδοξίας. Η απλώστρα μου κείτεται νεκρή στα κρεμ πλακάκια του μπαλκονιού και γω με τα μαλλιά στο πρόσωπο κάνω τα αδύνατα δυνατά για να μαζέψω τα πτώματα των ρούχων μου. Έξω η Κυριακή βρωμά βενζινάδικο και παλιές μέρες αργίες. Ο καφές ζεστός, πικρός σαν κάτι αλήθειες που όλο ξεγυμνώνουν τα σκέλια τους. Η παγωμένη γη του Φλεβάρη ετοιμάζει γεννήματα στα κρυφά και γω κάθε πρωί πάω και τσεκάρω τις κατειλημμένες θέσεις των περσινών βολβών. Από ώρα σε ώρα κάποιοι θα ξεμυτίσουν. Στο μικρό κηπάκο απέναντι μετράω 15 κόκκινα τριαντάφυλλα, τα καμαρώνω κάνοντας δημιουργικά μελαγχολικές σκέψεις και αναμένοντας στωικά το τρισχειρότερο. Συμπτωματικά είναι πάλι ιλαρό απόγευμα Κυριακής. Ο νοτιάς ουρλιάζει αξιοπρεπώς όπως όλοι οι νοτιάδες της ζωής μας, στο τζάκι ένα πικραμένο κούτσουρο αρνείται να καεί. Αν και τα ξενύχτια μου, με αλκοόλ ή χωρίς, έχουν πολλαπλασιαστεί και το ξημέρωμα αναπνέει απειλητικά κοντά μου, μέσα μου εγώ θα προτιμώ συνήθως κάτι άλλο. Θα προτιμώ την συγκομιδή της βαριάς σιωπής και τα μεγάλα βράδια με τα βιβλία και τις παντόφλες, ενώ το τζάκι πάντα αναμμένο για συντρόφια θα απομονώνει την μοναξιά της νύχτας. Με πιάνουν οι έρωτες και οι μοναξιές μαζί τον μήνα αυτό. Αν και φανερά παγωμένη και συρρικνωμένη, η καρδιά μου, δεν ξεχνάει ποτέ να πρήζεται ελαχίστως στους παγανιστικούς υπαινιγμούς του μήνα αυτού που τόσο τολμώ να αγαπώ.
Νυχτώνει αλλιώς. Μια θέρμη κάνει το δέρμα μου να ξαγρυπνά. Οι γάμπες της Άνοιξης μελαγχολούν κάτω από το άδειασμα της σελήνης, της ίδια εκείνης σελήνης, που προχθές το βράδυ καθώς βολτάριζα στο κέντρο, την είδα κάτω από το άγαλμα της Αθηνάς στο πανεπιστήμιο, να βυθίζεται στην χαλαρή επιφάνεια του υγρού ουρανού. Και έμοιαζε λες και ένας περίεργος λαμπερός δύτης έπεφτε σε ένα νυχτερινό αλλιώτικο βυθό. Και ξάφνου ένιωσα πως εμείς ήμασταν αυτός ο αλλιώτικος βυθός. Εμείς η απονευρωμένη πανίδα μιας θάλασσας μυστικής και τόσο πεθαμένης.
Μου ρθε να κλάψω, αλλά το έπνιξα.
Μεσάνυχτα παρά. Η διάθεση των χωμάτων παραμένει ποιητική. Στις ειδήσεις οι στιβαροί εργολάβοι των εξουσιών στα παράθυρα και τα μπετόν. Μέχρι να μεσάσει ο μήνας θα έχω βρεθεί με αυτούς που θέλω να αγαπώ. Κι όσο ο Άγιος Βαλεντίνος θα επιβεβαιώνεται για χιλιοστή φορά με χαρμόσυνες συνουσίες και οι σκατόφατσες των πολιτικών θα πασχίζουν να πετύχουν μια στοιχειώδη γκριμάτσα ανησυχίας η ζωή θα συνεχίζει να κελαηδά, και θα αναπτύσσει αρμονικά οξύμωρα τις εικόνες της μαζί με μένα που λέω να υπάρχω με την απόλυτη πεποίθηση της απέραντης προσφοράς.
6 σχόλια:
Αρχίζει να ξυπνάει η φύση εκεί.. εδώ αργεί..
Αγαπημένα πρόσωπα ναι, Άγιο δεν έχει ..
Καλημέρα!
Βλέπω είσαι πολυγραφότατη.
Ότι πρόλαβα να διαβάσω μου άρεσε.
Μια ανάσα μόνο ήθελα...Καλησπέρα!:)
@ Hfaistiwnas:Άγιο δεν έχει ούτε εδώ.όλα ξυπνάνε σιγά σιγά..μια εσωτερική προετοιμασία αγρικά.
@ Καλησπέρα ανώνυμε κ ευχαριστώ.Anytime...
τελικά θα λάβω αυτό το post ως ευχή.
φιλάκι και σε ευχαριστώ για τη φιλία.
τελικά θα λάβω αυτό το post ως ευχή.
φιλιά.
και ως ένα μεγάλο συγνώμη που ξέχασα
Δημοσίευση σχολίου