Τετάρτη, Ιανουαρίου 16, 2013

MέΣα ΓεΝάΡη


Οι μέρες μεγαλώνουν σιγά σιγά κι ελπίζω να χτίσουμε συμπαθητικά νοερά τείχη γύρω μας έτσι που να εμποδίζεται κάπως η ασχήμια της πιάτσας. Η μουσική, τα βολβοειδή άνθη, οι παραμελημένες Αλκυονίδες μέρες, το θέατρο, το διάβασμα, ο κινηματογράφος και φυσικά ο ποδαρόδρομος, όπου επιβάλλεται, πιστεύω ότι μπορούν, αν μη τι άλλο, να μας συμπαρασταθούν ηθικά. 
Σαν κουρασμένη λυχνία που σβήνει την έκανε για τα καλά το 2012. 
Κάποιος μου ψιθυρίζει στο αυτί «πρωί πρωί και είσαι ακόμα μεθυσμένη»… Όχι, δεν είμαι μεθυσμένη, είμαι καλοδιάθετη. Λατρεύω όσους αντιστέκονται σε ότι χαραμίζει το χρόνο που έχουμε για να ζήσουμε. Που έρχονται σε επαφή με τα όνειρα τους αντί να κρύβονται . Τώρα που είπα κρύβονται… Πρόσφατα έπεσε στην αντίληψη μου μια φωτογραφία που με έκανε να απορήσω. Μια γυναίκα χοντρή σαν ιπποπόταμος με πράσινο κοντό φόρεμα και μπαλαρίνες, ασφυκτιά στο λίπος της, ένα ζεστό απόγευμα του Ιουνίου σε γνωστό μαγαζί του κέντρου. Μπροστά της μια γνώστη φυσιογνωμία από τα παλιά χαιρετάει την κάμερα χαμογελώντας. Μακάρι το delete να μπορούσε  να υπάρξει ως η υπέρτατη θεϊκή πράξη;(γέλια).  Έπειτα από ώρα παρατήρησης του φαινόμενου(που παρέπεμπε σε εξώφυλλο δίσκου για δημοτικά τραγούδια πανηγυριών) κατέληξα πως κάναμε όλα μας τα λάθη για συγκεκριμένους και αναπόφευκτους λόγους. Γιατί, εκεί και τότε δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς. 
Και ο καιρός προχωρεί ενώ οι άγιοι Αντώνιος και Αθανάσιος, θα επιχειρήσουν να κρατήσουν χλιαρό το γιορταστικό καθεστώς. Η χάρτινη ζωή σταθερά εκτεθειμένη στους βοριάδες που αγωνίζονται ποιητικά να «παγώσουν τα αρνάκια», σταθερά ανισόρροπη, κι εκτός πραγματικότητας. Κάτι αθεράπευτα «μεσοπολεμικό» κυκλοφορεί στην ατμόσφαιρα. Ευτυχώς ο καιρός τα φέρνει έτσι που με κάνει να ξανά ανταμώνω με ποιητές που συνεχίζουν και  παίζουν τυχερά παιχνίδια. Ποντάρουν λέξεις και κερδίζουν ή χάνουν την ψυχή τους. Λένε ότι οι ποιητές είναι ικανοί παίκτες γιατί έχουν μια τάση να ποντάρουν συνέχεια στα ρέστα τους. Και κάπως έτσι από την αγκαλιά σου περνώ στην αγκαλιά του χειμώνα, αναίμακτα, τρώγοντας πορτοκάλια και αφήνοντας τα ζουμιά να στάξουν παντού. Τρέχοντας ιλιγγιωδώς να φτάσω στην δουλειά πάντα καθυστερημένη, ενώ αργά το βράδυ μέσα από τα τζάμια του συνοικιακού γυμναστηρίου κοιτάω τη νύχτα να μικραίνει και τους παλμούς μου να ανεβαίνουν αυθαίρετα. Μου αρέσουν οι νύχτες του Γενάρη. Είναι αδιάβαστες και πρόχειρα βαλμένες. Είναι αποπροσανατόλισες γεμάτες σαπφείρινες προσδοκίες και ηλεκτρισμένες αναμονές.
Και κάπου στο βάθος όλων αυτών το σχήμα της άνοιξης σαν αμφιφανής αστερισμός ξεπροβάλλει.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 04, 2013

2013




Όπως πάντα φεύγει. Όπως γίνεται πάντα κι έπειτα ξυπνώ ελαφρά πανικόβλητη σ' ένα πρωινό με παρθενικό άλλοθι. Άντε να προσαρμοστώ στη νέα ημερομηνία. Όπως πάντα. Όπως όταν αλλάζει η ώρα. Όπως γίνεται πάντα.  Τόσο απλά, τόσο ήσυχα. Μέσα μου λιακάδες ακόμα, οι θερμοκρασίες εύκρατες. Μυρίζει τα βράδια γιασεμί και γαζία, όπως στα αρχαία κανταδόρικα τραγούδια. Μπήκαμε λοιπόν με την πλάτη γυρισμένη στο 2013 και μετά μπήκαμε στο σαλόνι γιατί έκανε ψύχρα. Τα πράγματα αποσυνθέτονται εκεί έξω. Αντιστέκομαι με μια κοφτερή ειρωνεία στο βλέμμα και στις λέξεις. Δεν σκοπεύω να τα βάψω μαύρα. Μπα. Προτιμώ κάτι προς γκρενά με βερικοκί ανταύγειες, χαζεύοντας  διαδικτυακά τους πίνακες του αγαπημένου μου Bernarnd Buffet που πριν από 15 χρόνια υπήρξα φανατική θαυμάστρια του ειδικά εκείνων των αιχμηρών ασπρόμαυρων έργων με θέμα το Θείον Πάθος κι ύστερα απότομα τον ξέχασα. Όπως άλλωστε και τόσο κόσμο. Ακόμα και με αυτούς που έζησα χρόνια δίπλα τους. Μια μέρα απλά τους ξέχασα σα να μην με κατοίκησαν ποτέ.Γι' αυτό ψηφίζω σταθερά τον ενεστώτα, αυτό το συγκινητικό «τώρα», τη μοναδική σταθερή φλούδα κάτω απ' τα πόδια μου. Για την ώρα όμως παρηγορούμαι κάτω από το φως του πορτατίφ με παλιά ημερολόγια, συμβιβασμένη με τα φαντάσματα των επιθυμιών μου, ενώ έξω φυσάει ο βοριάς όλων των γνωστών παλιών ποιημάτων. Άραγε διαβάζει κανείς στις μέρες μας τα μυθιστορήματα της Φρανσουάζ Σαγκάν; Αυτά που κάπου στα τέλη του προηγούμενου αιώνα κατέγραφαν τη ζωή εκπροσώπων της αστικής τάξης, που είχαν καταφέρει να σοκάρουν κάποιους ευαίσθητους με τον κυνισμό, αλλά και την τρυφερότητα με την οποία η συγγραφέας τούς παρατηρούσε;

Άρχισα να σημειώνω τις υποχρεώσεις μου στο νέο  ημερολόγιο του  2013.Προθεσμίες, ακυρώσεις, λογαριασμοί και νέα χαράτσια, τεχνητοί παράδεισοι υποχρεώσεων, τηλέφωνα, ημερομηνίες υπογραμμισμένες με κόκκινο, ονόματα εντελώς καινούργια, κι ας με βασανίζουν τα παλιά. Και ο χρόνος που γλιστρά διανθισμένος με χριστιανούς μάρτυρες επιφανείς, συν τους δικούς μου, συν την κατάρα της μνήμης, συν την γλυκιά ασέβεια των αναμνήσεων. Αύριο κι όλας 5 Ιανουαρίου. Καλή χρονιά. Στην καρδιά ο γνωστός πάγος.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 16, 2012

ΧρΙσΤοΥγΕνΝα πΑρΑ κΑτΙ



Μπερδεύω τις  μέρες, μπερδεύω τις ώρες. Αρχίζω και ξεχνάω γεγονότα και καταστάσεις που έζησα. Ονόματα και χαρακτηριστικά ανθρώπων. Η χωρητικότητα
της μνήμης μου όλο και μικραίνει. Θυμάμαι το πρωί της Δευτέρας  και το απόγευμα της Τρίτης σα να είναι μια μέρα μαζί. Το βράδυ της Τετάρτης ένα μεγάλο déjà vu με εκείνο της Παρασκευής και πάει λέγοντας. Πέφτω για ύπνο κάθε βράδυ ελπίζοντας ότι θα ξυπνήσω και όλα θα είναι καλύτερα. Ξυπνάω και όλα είναι ίδια και θέλω να σταματήσει αυτό και κανείς δεν κάνει τίποτα. Ούτε εγώ.
Πέντε η ώρα που βραδιάζει. Κλειστός ουρανός. Υποψία βροχής. Χαμηλές θερμοκρασίες ως αρμόζει σε προχριστουγεννιάτικο απόγευμα. Από τα ηχεία του πικάπ μια μουσική μαϊμουδίζει συμπαθητικά προκλασικούς και νεότερους συνθέτες με βορειοδυτικό ταπεραμέντο. Είναι ένας δίσκος που ακούω αυτός πονηρά συναισθηματικός τον οποίο  κουβάλησα από το σαλόνι της τελευταίας μου σχέσης. Ένας γλυκόπικρος παρασιτικός φόβος με κατατρέχει. Αποξενώνομαι κι όλας από πολλά πράγματα που κάποτε ήταν συνήθειες. Μια υποψία κεφαλαλγίας νανουρίζεται με το νερό που βράζει στην κατσαρόλα. Η ησυχία του δωματίου είναι περίεργο άλλα προϊδεάζει τα Χριστούγεννα. Ειδικά τούτη την ώρα που αισθάνομαι άνετα στην καινούργια μου φόρμα, που το νέο μου σαμπουάν μυρίζει ανεπαίσθητα σαν μια παλιά εγγλέζικη κολόνια που είχε η μαμά μου, που ακόμη και τα ρινίσματα από το ξύσιμο των μολυβιών που γράφω στις σελίδες του ημερολογίου μου είναι φρέσκα στο τασάκι. Θυμάμαι όταν ήμουν πιο μικρή, και με λιγότερες αιχμές μέσα μου, λαχταρούσα αυτές τις προ των Χριστουγέννων μέρες. Για  όλη αυτή την περίοδο της αναμονής .Τότε που μπορούσα ακόμα να στήνω ψευδαισθήσεις, θερμοκρασίες και αστέρια κατά πως με βόλευε. Σε κάτι τέτοιες στιγμές ησυχίας και μοναξιάς, προ εορταστικές, είναι που σκέφτομαι να πάρω τα βουνά και να χαθώ μέσα στα χιόνια ή στο στόμα κάποιου φιλάνθρωπου λύκου, αλλά όλο διστάζω. Κι έτσι διαιωνίζονται οι κοσμικοί μου φόβοι. Και οι μέρες χρυσοφόρες μα καταθλιπτικές κάνουν τον βίο αβίωτο μαζί με την μελαγχολία των αλεξανδρινών (φυτών)  και ο καιρός όλο τρέχει με προορισμό τη Βηθλεέμ. Ήδη η Αθήνα φωταγωγήθηκε με λίγη γιορταστική αναίδεια για να γλυκάνει το φόβο και τη λύπη που σέρνεται στα επίφοβα πεζοδρόμια. Χρόνια τώρα τα ίδια. 
Εις το επανιδείν. Καλά μας Χριστούγεννα.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 02, 2012

SeMpEr IdEm






Κάτι Σαββατοκύριακα ψάχνουν κενό να πέσουν και χέρι να πιαστούν. 

Χωρίς  χειμώνα προχωρεί ο Δεκέμβρης σε μια απ' τις θλιβερότερες πρωτεύουσες της Ευρώπης. Σε μια πόλη που ανέχεται, βιάζεται, εκβιάζεται, υποκύπτει και αδυνατεί . Η Αθήνα ζει τον αναδρομικό της Μεσαίωνα. Από την άλλη η μνήμη τα 'παιξε. Έτσι, ανέλαβαν πρωτοβουλία οι μηχανές, οι υπολογιστές, τα δελτία ειδήσεων στην τηλεόραση κι άλλοι καλοθελητές διερμηνείς της υπερσύγχρονης διαλέκτου του τίποτα. Απ' τον καιρό που σταματήσαμε να θυμώνουμε σωστά, το χάσαμε το παιχνίδι.

Τα καλοκαιρινά ρούχα συρρικνώνονται μέσα στην ντουλάπα μου, τα χαλιά ακόμα να στρωθούν. Ένα μικρό αερόθερμο και καμιά δεκαριά ξύλα στο τζάκι προσπαθούν να ζεστάνουν τα σώματα μας. Καθόλου πετρέλαιο για φέτος. Τα καλοριφέρ θα κοιμηθούν τον ύπνο του δικαίου. Η νύχτα γίνεται όλο και πιο νύχτα.Τίποτα ακόμα που να με συγκινεί. Σαν υπνοβάτης διανύω τις μέρες και τις νύχτες μου. Οι δρόμοι που ακολουθώ είναι copy-paste με τους χθεσινούς τους προχθεσινούς τους περσινούς και βάλε. 
Στο βάθος του ορίζοντα όμως, κάποιες σπασμένες ιαχές ακούγονται, ένα θυμωμένο πορφυρό  ξοδεύεται στο μωβ της δύσης και τα πρώτα αστέρια λαμποκοπούν πάνω από τις  στραβό κουρεμένες αφέλειες μου. Οι χρόνοι αλλάζουν διάθεση, ο ενεστώτας μου εκστασιάζεται με τον αόριστο μέλλοντα.
Ξεκινάνε τα Νικολοβάρβαρα και όλες εκείνες οι γνωστές ονομαστικές γιορτές του Δεκεμβρίου. Μέσα σε αυτές και η δική μου. Χριστουγεννιάτικοι στολισμοί που σταμάτησα να μισώ πια, αυτοσχέδια πάρτι, κόσμος τριγύρω μου, ξέφρενοι χοροί, κομμένη ανάσα, στάμπες από κόκκινο κρασί. Τις καθημερινές δουλειά στον υπολογιστή μέχρι αργά για την διεκπεραίωση μια επικείμενης συνεργασίας, νέο project  με τίτλο "corona borealis". Ξενύχτια που αγγίζουν τις πρώτες πρωινές ώρες. Χαμογελάω για έναν λόγο που ξέχασα κιόλας. Σε λίγο ξημερώνει και στην δική σου εσχατιά.  Και να, που από το βροχερό μου τζάμι, ο Δεκέμβρης τρέχει  μαζί μου κι εγώ δεν θέλω να τρέχει. Θέλω να πηγαίνει αργά, ίσως γιατί αυτό το προ-χριστουγεννιάτικο διάστημα μας χαρίζει μια απαλή ψευδαίσθηση αναμονής για κάτι ακαθόριστο. Κάποιοι θα βρεθούν ύστερα από καιρό ξανά μαζί, κάποιοι θα κάνουν έρωτα, κάποιοι θα θριαμβεύσουν μες στη μοναξιά τους, κάποιοι θα θρηνήσουν τον χρόνο που πέρασε αφήνοντας στίγματα στο πρόσωπο τους, κι άλλοι θα αναμασούν τους εαυτούς τους μέχρι να τους ξεράσουν ηρωικά.
Δε βαριέσαι… Ζωή είναι, θα περάσει, όπως τόσα και τόσα.