Με το γαλακτώδες φως του 55ου φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στις κόχες των ματιών, επιβιβάζομαι σε εκείνο το σαστισμένο αεροπλάνο που θα με φέρει πίσω ξανά. Έχω έναν αετό στο νου και έναν σκύλο κακό στην καρδιά κι όταν κλείνω τα μάτια με οδηγούν. Έξω από το παράθυρο τα σκούρα σύννεφα του πελάγους απλώνονται σαν αχτένιστο μαλλί της γριάς και γω σκέφτομαι όλα αυτά που έχω ήδη χάσει στην ζωή μου, μαζί με την προσωπική μου μπομπίνα. Έχω αλλάξει, αλλά ακόμα δεν μπορώ να απαλλαχτώ από εκείνη την πεντακάθαρη αλητεία. Με όσα καινούργια αξεσουάρ κι αν την παραπλανώ εκείνη συνεχίζει να με κοιτάζει στα μάτια ανάβοντας το τσιγάρο της και έπειτα με χαϊδεύει κρυφά κάτω από χοντρά μπουφάν σε σκοτεινές αίθουσες προβολών και με κάνει βόλτες μέχρι η καύτρα της ανατολής να μου τρυπήσει το δέρμα. Δεν έχω διάθεση να δείξω τα σημάδια σε κανέναν, θα τα κρύψω μέσα μου σαν πένθος. Σε αυτό τον τόπο τώρα, οι μέρες κρατάνε μια θέρμη ακόμα. Τα άκρα φωτίζονται και υπογραμμίζονται. Οι ρόδες του ποδηλάτου σαν πιστά σκυλιά τρέχουν μαζί μου. Οι εικόνες του Φλοίσβου μπροστά μου ξανά. Η θάλασσα που μια γκριζάρει μια πρασινίζει, τα κότερα που ησυχάζουν, τα κότερα που ονειρεύονται, το κουφό ελικοδρόμιο στο Τροκαντερό. Οι κρεμασμένες πετσέτες των μεταναστών στο τοιχάκι ενός μικρού κολπίσκου, οι ψαράδες που μετρούν με σιωπές και δάχτυλα τα νεκρά ψάρια τους. Τους κοιτώ και γέρνω το κεφάλι μου δεξιά. Πάντα το κάνω αυτό όταν θέλω να δείξω αγάπη. Και συνεχίζω να κοιτώ αχόρταγα με μια κλήση στα δεξιά. Όλα οικεία με μια μυρωδιά βανίλιας ανεξιχνίαστη. Τα καταβροχθίζω με τα μάτια σαν σπιτικό κέικ.
Το δεξί μου πόδι έχει μια μελανιά μαζί με το δεξί μου χέρι. Είναι ότι πιο αληθινό έχω πάνω μου. Θα τις κρεμάσω στο Κ μιας Κυριακής.
Ξεκίνησαν πάλι οι βραδινές βάρδιες. Επιστρέφω αργά στο σπίτι. Ξεθώριασαν τα ονόματα στα κουδούνια και τα πατώματα, είναι από πάντα παγωμένα. Ξεκινάω αμέσως να ξεντύνομαι. Ταΐζω την γάτα αφού την χαϊδέψω πιο πριν και έπειτα πλένω τα χέρια μου. Άλλες φορές πάλι νιώθω την μπίχλα των ηλίθιων εκπομπών που μοντάρω να κάθεται σαν πάχνη πάνω μου. Τότε μπαίνω με φούρια στην μπανιέρα και λούζομαι, ξυρίζω τα πόδια μου σχολαστικά και βγαίνω με τα νερά να τρέχουν. Κόβω τα νύχια μου με έναν τεράστιο νυχοκόπτη και φεύγει από κει όλο το πένθος που έχω. Κι ύστερα αρχίζει η δικιά μου η νύχτα που κανείς δεν ξέρει πόσο θα κρατήσει.
10:00 πρωινή. Έρχονται να μου φτιάξουν την σπασμένη τέντα. Ρωτάω χαμογελαστά αν θέλουν καφέ σχεδόν δεν απαντάνε. Απομακρύνομαι. Μια γυναίκα στον δρόμο τσιρίζει σε ένα παιδί. Του τραβάει τα μαλλιά. Λυσσασμένα κορναρίσματα και βρισιές από κάπου μακριά. Αναπάντητα sms. Φίλοι που δεν παίρνουν τηλέφωνο πια, που δεν δίνουν δεκάρα για το τι κάνεις, αλλά παραμένουν φίλοι στο Facebook. Ίδρωσε ο λαιμός μου. Το πόσο μπορούν να με τρομάξουν οι άνθρωποι μάλλον δε λέγεται. Και να λέγεται, δεν το λέω. Θα μου τάξεις την αιωνιότητα είπες, την στιγμή, το ίδιο κάνει. Έτσι τη μετράω εγώ. Δες τους όλους: Ως το λαιμό βουτηγμένοι. Δες και μας. Δεν τ' αλλάζω. Ορκίζομαι. Για μένα προτεραιότητα έχει πάντα ο έρωτας.
5 σχόλια:
Γεια σου ρε candy!! Απ´ τα πολύ καλά σου!! Cheers!!
:)))
Αν δεν μπορούν να σε τρομάξουν οι άνθρωποι, τότε ποιός;
Αν υπάρχει έρωτας, είναι για να ζήσεις το ταξίδι.. χωρίς λεπτομέρειες του γύρω κόσμου..
Καλημέρααα!
Πόσο μου άρεσε αυτό σου το ποστ.Πόση ευαισθησία βγάζει. Χαίρομαι πολύ που υπάρχεις ακόμα στις γειτονιές των blogs
Α.
Δημοσίευση σχολίου