Δευτέρα, Μαρτίου 21, 2011

σEλHνIαΚό ΠεΡίΓεΙο


Με τράβηξε από τα μαλλιά και με κάθισε στο ξύλινο γραφείο του σαλονιού. Μου έβαλε το πιστόλι στον κρόταφο και μου είπε να γράψω. Η φωνή της ήταν βραχνή σα να είχε καταπιεί 10 βρεγμένα καλώδια γεμάτα βραχυκύκλωμα. Ήταν τεράστια αυτή την φορά και το φως της μου έκαιγε την παλίρροια των κροτάφων μου. Δεν έχω τίποτα να πω όλο αυτό τον καιρό και αν έχω χάνεται μέσα από το άνοιγμα και το κλείσιμο της εξώπορτας μου κάθε πρωί. Έγινε κι άλλο ασημένια και ένα κομμάτι υδράργυρου έπεσε στην λεύκη μου κόλα. Άρχισα να σκέφτομαι το κουβάρι των πραγμάτων που έκρυβα πίσω από τις κόκκινες αρτηρίες μου και κάτω από τα φρεσκοκομμένα νύχια μου. Το πιστόλι της πίεσε περισσότερο τον κρόταφο μου. Είχε κατέβει κι άλλο πιο κοντά αυτή τη φορά και μου το είχε πει ότι θα γινόταν εχθρική αν δεν έγραφα έστω και μια λέξη. Ξεκίνησα αργά να γράφω.

Είναι Μάρτης και στο χέρι μου φορώ εκείνη την ασπροκόκκινη πλεξούδα ενώ μέσα μου ακόμα το μαύρο φως του χειμώνα γδέρνει τα τοιχώματα της μοριακής μου δομής. Η νύχτα μικραίνει συνεχώς και τις τελευταίες μέρες ξυπνάω νωρίς από το κελαΐδισμα του αηδονιού. Ετοιμάζω ένα ταξίδι στον Βορρά κι ένα καθρέφτισμα του εαυτού μου στον Δούναβη. Στην πλατεία Συντάγματος ωστόσο νέα παιδιά μοιράζουν τσάμπα αγκαλιές σε οποίον θέλει και κάπου εκεί στην Ιαπωνία νέα τέρατα ετοιμάζονται να βγουν, όσο οι πόροι του χώματος στραγγίζουν τα θαλασσινά νερά από το τσουνάμι. Και συνεχίζω να παρατηρώ ρουφώντας σούπες Knorr τα βράδια τον κόσμο που αλλάζει δομές και τα μεταφυσικά φαινόμενα των πόλεων, που μας αφομοιώνουν. Περπατώ ακόμα κάνοντας ζικ ζακ πάντα μπλε και αφηρημένη έχοντας μια νέα σελήνη στο μυαλό. Αποχαιρετώ με ένα μεγάλο παιδικό χαμόγελο αγαπημένες μορφές με πράσινα μάτια και λυγισμένες βλεφαρίδες που φεύγουν στα ξένα για μια νέα ζωή και μέσα μου κλαίω γοερά. Κηδεύω τα τελειώματα και ξεσκονίζω τα μικρά και στενά ξέφωτα που μου άφησε ο ελεύθερος χρόνος για να μπω. Κι ύστερα γράφω λέξεις.500, 456, 380, 200.Λέξεις που ζυγίζω, γυαλίζω, ζουμπάω, αλλάζω το σχήμα και τα σύμφωνα τους. Λέξεις σαν μαλακά τσουρέκια που βουτάει κανείς στο γάλα. Λέξεις σαν φρεσκοκομμένα ανοιξιάτικα λουλούδια. Λέξεις δικές μου γυρισμένες ανάποδα. Μάρτης λοιπόν και η νύχτα μυρίζει αλλιώς πια. Κάποιες φόρες η Άνοιξη σουλατσάρει μουρμουρίζοντας Edith. Κάποιες άλλες σφίγγω και άλλο το κασκόλ γύρω από τον λαιμό και κουμπώνω μέχρι πάνω το παλτό μου. Σκέφτομαι όλες τις αφίξεις και τις αναχωρήσεις που θα έρθουν να με βρουν και τεντώνω την σπονδυλική μου στήλη. Σκέφτομαι εκείνον και εκείνη. Σκέφτομαι αυτό και το άλλο λουσμένα με εκείνες τις ανοιξιάτικες μυρωδιές κάποιων ολοστρόγγυλων βραδινών βημάτων, στο σχόλασμα, από την πύλη εξόδου μέχρι το αμάξι. Μέχρι εκεί σ αγαπώ κι μετά ξεχνώ γιατί. Και δες που δεν άντεξα πολύ κι έκανα καινούργιους φίλους. Απέκτησα μια ολοκαίνουργια νονά με μάτια αστρικά κι αυτόφωτα, ένα γαλαζοπράσινο αγόρι να λαμπιρίζει τις νύχτες που θα λείπει αυτή από κει ψηλά και 2- 3 υπεραστικά τηλεφωνήματα αργά τη νύχτα. Νέα αυτά, λαμποκοπάνε μέσα μου. Ξέχασα το παλιό που κουβαλούσα και κοιμήθηκα χωρίς το φως ανοιχτό. Τα όνειρα που ξεκίνησα να κατασκευάζω τις νύχτες του Μαρτίου είναι τελείως ασυνάρτητα και αυτό γιατί μέσα από την ασυναρτησία μπορεί να προκύψει κάτι που θα με πάει κι άλλο μπροστά.

Έβγαλε αργά το πιστόλι από τον κρόταφο μου και βγήκε από το παράθυρο, όπως μπήκε. Την κοίταζα να γυαλίζει. Ήταν τεράστια, ήταν στη μικρότερη απόσταση των τελευταίων 18 ετών από τη Γη. Τράβηξα την κουρτίνα και προσπάθησα να αφουγκραστώ το χαμηλό ροχαλητό του νάρκισσου στον κήπο και το σούρσιμο της αγριοβιολέτας που αντάμωσα προχθές στην άμμο του Μαραθώνα. ‘Όλα μέσα μου λαμποκοπούσαν και έρρεαν στην ησυχία. Αντίο Μάρτη. Σε λίγο θα κόψω την πλεξούδα σου απ΄ τον λευκό καρπό μου. Σε λίγο όλα θα μοιάζουν και θα είναι αλλιώς.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 11, 2011

dAyS gO bY


Περνούν οι μέρες σαν τραυματισμένα θαυμαστικά στην άκρη μιας λέξης. Τηρώ την εσωστρέφεια μου και την απομάκρυνση μου από όλα αυτά που κάποτε με ζούσαν. Οι μέρες υπέρλαμπρες τον τελευταίο καιρό με λίγο μόνο ψιλόβροχο στις άκρες τους δημιουργούν μια κινηματογραφική ατμόσφαιρα. Έξι το απόγευμα και ακόμα μέρα. Σχολάω και βλέπω από το αυτοκίνητο τη δύση. Ταξιδεύω νοητά σε κάθε επιστροφή από τη δουλειά στο σπίτι, ή από το σπίτι στη δουλειά. Νύχτα ή μέρα και πάντα καταλήγω σε εκείνο το νησί. Στη βίλα με τα αρχαία ερείπια έχοντας πολλά ζώα τριγύρω μου. Γάτες, σκύλους ,κότες, μικρά ερίφια με κουδουνάκια στο λαιμό. Είναι πάντα καλοκαίρι στο νησί μου και λίγο πριν την δύση. Εγώ ποτίζω τον μικρό μπαξέ μου και η θάλασσα φτύνει αλμύρα στο δέρμα μου. Είμαι πάντα εκεί και οι μέρες περνάνε σαν κάποιος να πάτησε το slow motion.Ένα κλεμμένο ενσταντανέ από το μέλλον σαν αλισάχνη ανεξίτηλη στη θύμηση.
Eject
Γύρισα από το σούπερ μάρκετ και τα χέρια μου μύριζαν απορρυπαντικό και κανέλλα. Σα να μου μύρισε Άνοιξη ξαφνικά και όλοι οι δείκτες μέσα μου κουνήθηκαν απότομα. Νοιώθω χαρούμενη χωρίς λόγο. Όσο περνάνε τα χρόνια αρνούμαι να μιζεριάζω την ζωή μου χωρίς λόγο. Έχει γίνει μέσα μου και μια ιεράρχηση βλέπετε(μετά από πολλές απώλειες) για ποιο λόγο αξίζει τον κόπο να ξοδεύεται η ψυχή και για ποιο λόγο δεν αξίζει. Εξακολουθώ και δίνω μεγάλη σημασία στις ανθρώπινες σχέσεις.Τεράστια. Αλλά δίνω και πολλή μεγάλη σημασία στον τρόπο που πρέπει να ζούμε την καθημερινότητά μας. Αυτή μας σφραγίζει. Αυτή μας κάνει μίζερους ή ευτυχισμένους. Και είναι τόσο εύκολο αυτό να επιτευχτεί. Όμως, όπως όλα τα πράγματα στην φύση του ανθρώπου, όσο πιο εύκολο είναι κάτι τόσο λιγότερη σημασία του δίνεις.
Eject
Περνούν οι μέρες σαν όνειρα που ξέχασες το επόμενο πρωί. Σαν ρούχα φορεμένα που πέταξες στα άπλυτα. Σε είδα το απόγευμα σε ένα συνοικιακό καφέ. Σε βρήκα αλλαγμένη σε όλα. Ακόμα και στο σχήμα σου. Τα μαλλιά σου έπαιρναν φωτιά, κατακόκκινα, κάτω από τον απογευματινό ήλιο και τα μάτια σου τρεμόπαιζαν σαν μακρινά άστρα. Μου μίλησες για την Άνοιξη και για εκείνο το παλιό τραύμα στο μέρος της κοιλιάς. Λίγο πιο ψηλά από τον αφαλό. Ο αφαλός είναι ο άξονας μας. Εκεί έχω όλες τις πυξίδες του κόσμου αυτού και του προηγούμενου που έζησα.
Eject
Βραδινά ποτά σε καινούργιο στέκι. Καπνοί. Ξενύχτια χωρίς νόημα. Φλερτ. Μια βραδιά σεξ για το σεξ. Μια παρέα που γελάει. Πιο εύκολα πιστεύεις τις ιστορίες των ανθρώπων στα bar παρά τις επαληθεύσεις τους.
- Λες να γίνεις καμιά από αυτές τις τρελές που μιλάνε στα κτήρια και φοράνε τα παπούτσια των ξένων, με ρωτάς μέσα από κοκκινόμαυρο σκοτάδι και σπασμένες μουσικές.
-Μπορεί, σου απαντώ, αλλά δεν θα χρειαστεί να ζήσω στο δρόμο, θα πάω στην θάλασσα.
Eject
Φεστιβάλ ψαροκόκαλο. Τεμαχισμένες ταινίες μόλις 10 λεπτών. Ήρθε να με πάρει για να τις δούμε. Το βλέμμα της ήταν σαν να είχε βγει από το δάσος, το δέρμα της λευκό οι κινήσεις της νωχελικές. Στο βάθος μια γάτα.
Eject
Και οι μέρες περνάνε σαν άδεια ταξί με jazz μουσικές. Και συνεχίζω να νοιώθω χαρούμενη και συνεχίζω να δυσπιστώ με αυτούς που κάνουν τους σκεπτόμενους, ιδίως σε ότι αφορά αυτόν τον πλανήτη. Ελάτε ρε παιδιά, καριέρα κάνουνε όλοι.
Eject

Κυριακή, Ιανουαρίου 16, 2011

ΠάΝτΑ κΑλΟκΑίΡι


Αναπνέω, ζω και επικοινωνώ με το ανύπαρκτο. Στα όνειρά μου είναι πάντα καλοκαίρι. Καλογραμμένα λόγια, φούσκες από ανώνυμες τρόμπες που σκάνε στα πραγματικά μας μούτρα. Δίπλα μας πολλοί, μέσα μας κανένας όμως. Έβρεξε μόλις έξω και μύρισε το χώμα. Κάνει κρύο σήμερα. Γράφω σκέψεις και παρατηρήσεις. Ήδη σαν πουλόβερ που ξεχειλώνει η παλιά μου ζωή. Κοντεύει να εξατμιστεί κάτω από τα παλιά μπαλώματα των σεντονιών. Έκοψα ξανά τις άκρες των μαλλιών μου. Να φύγει από κει ότι παλιό σάπισε και με πλήγωνε βουβά. Τι πονάει περισσότερο άραγε το πλήγωνε ή το βουβά;
Σκέφτομαι αργά, σα να μπήκε μέσα στο μυαλό μου μια πορτοκαλί γιγάντια χελώνα. Κι έπειτα αναπολώ την δύση. Μεγάλη πληγή για τον ουρανό η δύση, άλλα την αποζητώ καθώς αυτή αυτοκαταστρέφεται μπροστά μου κάθε μέρα. Ίσως για αυτή την φωτιά στον ουρανό αξίζει να ξεπεράσω μερικά αδιέξοδα.
-Πως μοιάζει το σ αγαπώ σου;
-Μοιάζει με ανατολή που πνίγεται στους λιμνώδεις ομφαλούς του κόσμου.

Βράδυ αργά, πάντα με τις άσπρες μου σελίδες μπροστά, αθώα απειλητικές και κάπου εκεί στην κεντρική λεωφόρο οι τρέχουσες αγωνίες μιας Αθήνας που λογικά πρέπει τώρα να αλλάζει κανάλια. Βράδυ αργά και ο αέρας έξω μοιάζει να μισεί τα φυτά και την βεράντα μου. Μέσα από τα ξετρελαμένα κλαδιά της πικροδάφνης μόνο ο Υμηττός φαίνεται ακούνητος. Τραβάω με δύναμη τις κουρτίνες και χάνομαι στις άπειρες προστατευτικές γωνίες του σπιτιού μου. Στην τρυφερότητα του οικείου χώρου. Σβήνω τα καλοριφέρ και ρίχνω στα πόδια μου μια καρό εγγλέζικη κουβέρτα. Μέσα στο μυαλό μου είναι πάντα καλοκαίρι. Και η επόμενη μέρα είναι μια μέρα που με περιμένει στην στάση ενός παλιού λεωφορείου με έναν ήλιο μεγάλο και κίτρινο. Μια εβδομάδα ακόμα ο χειμώνας και γω αναπαύομαι πάνω σε θάλασσες που αφρίζουν και σκέψεις ζεστές για μακρινά ατελείωτα ταξίδια. Λευκά σύννεφα και πλατιά ξέφωτα του μπλε. Ο ουρανός ήταν πολύ ωραίος σήμερα. Η μέρα μεγαλώνει και οι ώρες του απογεύματος μοιάζουν με γάτες που τεντώνονται στην αντηλιά. Περνά η ζωή και μείς στην ίδια οδό μένουμε ακόμα και παλεύουμε. Γιατί έτσι πρέπει επιτέλους και γιατί τίποτα δεν μας χαρίζεται, ούτε με τόσο καλοκαίρι μέσα μας. Ούτε η τέχνη ούτε η αφύπνιση.

Και τελικά καλύτερα να με διαλύσει η πραγματική ζωή παρά η μη.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 05, 2011

ΠρΩτΕσ ΜεΡεΣ εΙκΟσΙ δΕκΑ

Με την κάπα της εσωστρέφειας και με ένα κομματάκι λύπης στο στόμα προχωράω πάνω στις ολοκαίνουργιες μέρες αφήνοντας πατημασιές. Το σπαστό μου ποδήλατο με ταξιδεύει σε παραθαλάσσια μέρη γεμάτα πεθαμένα φύκια και σκουριασμένη αλισάχνη. Αφήνω ροδιές με ιώδιο πάνω σε χαλασμένα πεζοδρόμια και η ματιά μου φωτογραφίζει αδιάκοπα νέα μέρη που τα προβάρω μόνο στα όνειρα μου, εκεί κοντά στις πρώτες πρωινές ώρες. Ο ήλιος χαμηλώνει απότομα σαν να έπεσε σε βαθιά λακκούβα και γω σκέφτομαι ακόμα τις λέξεις σου. Γιατί οι λέξεις σου με άρπαξαν από αυτό που ήμουνα κάποτε. Αυτές με ξερίζωσαν από το παλιό μου χώμα και με μεταφύτευσαν στο άπειρο. Στο άπειρο που πάντα μου έμοιαζε με στραβό χαμογελαστό στόμα. Και πάμε παρακάτω. Εκεί που ένα νέο αγόρι περπάτησε δίπλα μου για μια νύχτα. Εκεί που η ισορροπία του ύψους μου έχασε ξανά. Και γω κατάλαβα τότε πως δεν ήταν αγόρι αλλά μια προέκταση δική μου, από πάντα εκεί. Μια προέκταση αέρινη με κόκκινες αντανακλάσεις στον κρόταφο και με κάτι μάτια που έμοιαζαν με μάτια σκύλου. Πιστά και γεμάτα σοφία .Εκείνο το αγόρι με έφερε στο τελείωμα του χρόνου κι έπειτα εγώ συνέχισα με βήμα πιο αργό και μαλλιά μπερδεμένα από λύπη και αέρα να στέλνω μηνύματα γεμάτα καψαλισμένες ευχές .Για το νέο έτος. Για το ανυπόφορα αγουροξυπνημένο νέο έτος.
Και πάω αργά όλο και πιο πέρα, χωρίς να στρίβω πουθενά, χωρίς να κοιτάζω πίσω. Με μάτια στραμμένα προς τα μέσα, και τα ηχεία του μυαλού σε σιγή, κάνω προσθαφαιρέσεις ανθρώπων και ανοίγω νέα κουτάκια για να χωρέσω εκεί ότι σάπιο, ότι ψεύτικο και ακατανόητα αηδιαστικό με γέρασε. Το ταχτοποιώ πρόχειρα μόνο και μόνο για να το καταχωρήσω, αργότερα που θα επανέλθω, σε λέξεις και σε μελλοντικά ποστ που θα με βοηθήσουν να πυκνώσω, να καταλάβω τι μου συμβαίνει για να μπορέσω να πάω κι άλλο παρακάτω. Ίσως το αποτέλεσμα να μην αρέσει σε αυτούς αλλά θα αρέσει σε μένα.

Σε περιμένω στο αεροδρόμιο ξανά. Οι φλέβες στα χέρια σου πετάγονται και τα μάτια σου στέκουν εκεί ερωτευμένα να κοιτάνε. Σε κοιτάω σχεδόν αδιάφορη, όμως η αλήθεια είναι ότι ομόρφυνες πολύ από την τελευταία φορά που σε είδα. Σου τραβάω την βαλίτσα από τα χέρια σκεπτόμενη πως το ωραίο μπορεί να είναι η αρχή του αποτρόπαιου. Φιλιόμαστε. Και σε αφήνω λίγο να γευτείς το μικρό κομματάκι λύπης που έχω στο στόμα. Ξέρεις ισχύει αυτό. Μετά από κάποιες αποτυχημένες σχέσεις συνεχίζουμε να ζούμε με μια λύπη που δεν φεύγει ποτέ, παρά μεγαλώνει και προστίθεται μαζί μας. Κι έπειτα ο Υμηττός και από κάτω οι τεμπέλικη γη της Κάντζας και από πάνω μας το πιο ακριβό δώρο που μας δίνεται. Ο ουράνιος θόλος. Τα χέρια σου και τα κοντοκουρεμένα σου μαλλιά που χρυσίζουν. Τα αδύνατα άκρα μου και τα πρησμένα μου χείλη.

Το ωραίο είναι η αρχή του αποτρόπαιου και η πύκνωση αυτή δεν σταματά ποτέ.