Κυριακή, Αυγούστου 23, 2009

ΣαΣ μΙσΩ


Σκηνικό: Κόσμος στην πλατεία Συντάγματος. Περιμετρικά. Στη μέση η κυβέρνηση. Άπαντες.
Ο κόσμος σιωπηλός λούζει με μπιτόνια βενζίνης τους χαμένους από χέρι κυβερνώντες.
Πετάω ένα σπίρτο φωνάζοντας, σας μισώ.
Καίγονται, όπως οι μάγισσες σε ένα πιο σύγχρονο μεσαίωνα. Ο κόσμος χαμογελά μουδιασμένος. Τα σπίτια γεμίζουν με τις στάχτες τους.
Τους μισώ.
Και μαζί και αυτούς που τους στηρίζουν χρόνια τώρα.

Μοιάζει όπως σε όνειρο. Σε κυνηγάνε. Θες να τρέξεις να σωθείς και βλέπεις πως δεν μπορείς. Πως τα πόδια σου όσο και να θες δεν κουνιούνται. Έτσι και τώρα όσο και να θες να κάνεις κάτι δεν μπορείς και κλαις σιωπηλά σκουπίζοντας κάθε 3 ώρες τις στάχτες από τα μπαλκόνια.
Σου κόψανε μια καλή ταινία στην μέση το Σαββάτο και την αντικατέστησαν με ένα πανηγυράκι του Νέρωνα .Και συ που είσαι ακόμα άνθρωπος και νοιώθεις θέλεις να τους κάνεις κακό. Και σκεφτόμενος πόσο τιποτένιος είσαι που δεν κάνεις τίποτα με μεγάλη δυσκολία αναπνέεις. Γιατί οι στάχτες έχουν μπει και μέσα σου. Και ακούς την ταχυκαρδία της φύσης την ώρα που καίγεται, και βλέπεις πως στο μέλλον όποιος φέρει παιδιά θα τα κάψει πριν ακόμα τα μεγαλώσει και νοιώθεις πως είσαι ανίκανος να κάνεις κάτι παρά μόνο να σκουπίζεις τις στάχτες από τα μπαλκόνια. Να κλείνεις τις πόρτες στα δωμάτια και να βλέπεις τον ουρανό που μοιάζει να φοράει ματωμένο γουνάκι.
Και σκέφτεσαι ότι ο κόσμος είναι παρανοϊκός γιατί κρατεί την οργή μέσα του. Το καλοκαίρι τα κτήνη καίνε την φύση και τον χειμώνα οι παρανοϊκοί καίνε τις πόλεις. Η φωτιά σύμβολο μιας πρωτόγονης τρέλας .Ανίκανοι όλοι. Να το λέμε κάθε μέρα αυτό όταν ξυπνάμε. Ανίκανοι.
…Και η φύση κάνει υπομονή. Ως πότε. Εγώ δεν μπορώ άλλο να την μιμηθώ. Δεν ξέρω καν πως είναι να εκδικείσαι για ότι σου έκαναν. Ανίκανη και γω για το οτιδήποτε. Καμένη και γω από το μίσος που τους τρέφω. Γιατί ακόμα ο λώρος δεν κόπηκε και όσο μίσος γεμίζει η γη το παίρνω κι εγώ.
Ορκίσου, είπα το πρωί την ώρα που έβηχα από τους καπνούς, ορκίσου ότι αυτή θα είναι η τελευταία φορά. Ορκίσου πως θα τρέξεις με τις στάχτες κολλημένες ακόμα πάνω σου στο Σύνταγμα, με μπιτόνια βενζίνης στο χέρι να τους κάψεις. Στην κυριολεξία, κι ας σε εκτελέσουν μετά.

Τουλάχιστον θα ξέρεις ότι έκανες κάτι.

Τετάρτη, Αυγούστου 19, 2009

AuGuSt iN bLaCK


Ανοίγουν τα μάτια αλλά το σώμα αργεί να ξυπνήσει. Αρνείται. Σα να μην ήταν ποτέ στην κατοχή μου. Και μου το είχες πει. Μια μέρα θα ξυπνήσεις και δεν θα γνωρίζεις τον εαυτό σου. Μου το χες πει. Τελειώνει ο μήνας και μοιάζει να τελειώνει κομμάτι ολόκληρο από σάρκα και μυς. Με κοιτάς χαμογελώντας. Πλήθος τριγύρω. Και να θέλω να σε κοιτάξω δυνατά δεν μπορώ. Συνεχίζεις να με κοιτάς. Αποσπασματικά. Αδύνατον να ξέρεις από τι κατοικείται ο δικός μου νους. Αδύνατον να καταλάβεις τι βλέπω εγώ μέσα στο βαθύ μπλε ενός φορέματος ή στο ανοιχτό πράσινο μιας βελούδινης κορδέλας. Πάντα δήθεν αφηρημένη και απόμακρη. Με πόση ηδονή μπορεί να τα κοιτώ και να ονειρεύομαι. Με πόση ηδονή να σε τακτοποιώ στις διαστάσεις του δικού μου κόσμου.
Θα μπορούσες να ακυρώσεις κάτι για μένα; Το σώμα κοιμάται ακόμα. Πάω στοίχημα πως δεν θα έχεις ιδέα τι να με κάνεις. Δεν θέλω κάτι. Μια στύση σου που θα γεμίσει την παλάμη μου, αρκεί.

Φυσάει δυνατά. Με παραμορφώνει αυτός ο αέρας. Μου μακραίνει τα μαλλιά και μου τετραγωνίζει τα μάτια. Με κάνει να χαμογελάω μόνο και μόνο επειδή δεν έχω την δύναμη να σφίξω τα χείλη μου. Φωνάζει δυνατά μέσα στα αυτιά μου όλα όσα θέλω να ξεχάσω. Μου αλλάζει τα ρούχα τσαλακώνοντας ότι περισσεύει από τις άκρες τους και με ξαναδημιουργεί με ότι πιο ποταπό έχω πάνω μου. Με ότι θέλω να διαγράψω.

Στην δουλειά μιλάω δυνατά, ακόμα κι όταν όλοι μιλάνε χαμηλόφωνα, για να φουσκώνει η φλέβα που έχω στην άκρη του λαιμού. Μου αρέσει να την νοιώθω φουσκωμένη. Πλένω συνέχεια τα χέρια μου και τα σκουπίζω αργά με μεγάλα χασμουρητά. Μου αρέσει.
Τελειώνει ο μήνας και έχω πλακώσει τα φρένα. Κινούμαι αργά σχεδόν μέσα σε ύπνωση.
Ότι κάνω δεν το έχω μαζί μου την άλλη μέρα και ότι σχεδιάζω το σαλιώνω αλλοιώνοντας το.
Χαρίζω τα βραχιόλια μου και τις μικρές κορδέλες των μαλλιών μου. Τις λέξεις μου σπασμένες και παραμορφωμένες με μισή αλήθεια. Χαρίζω τα μισοτελειωμένα μου ποτά και τις αγκαλιές μου σε όσους έχουν σειρά. Ο κόσμος επιστρέφει στην πόλη και γω αρχίζω και τα χάνω. Εξαϋλώνομαι μέσα από κατά λάθος αγγίγματα, σπρωξίματα στην πλάτη και βραδινά ξενύχτια.

Ανοίγουν τα μάτια. Αργεί το σώμα. Τελειώνει ο μήνας. Μιλάω δυνατά. Επιστρέφει ο κόσμος στην πόλη. Από τους άντρες που γνώρισα στην ζωή μου ποτέ δεν πήρα όσα έδωσα. Ανυπολόγιστη η αφαίμαξη. Δεν είσαι αθώος. Ούτε και γω.
Έχουμε ξεκινήσει τον γύρο του θριάμβου και τίποτα δεν με σταματά.

Τρίτη, Αυγούστου 11, 2009

Je Te PrEfErE


Επειδή τα γένια σου είναι μαλακά και δεν κοκκίνισαν τα μαγουλά μου όταν με φίλησες.
Επειδή λες μισές αλήθειες και μεγάλα ψέματα.
Επειδή το βλέμμα σου κατοίκισε το στήθος μου όπως το προσκεφάλι ενός νυσταγμένου το μαξιλάρι.
Επειδή έκατσες μαζί μου μέχρι να νυχτώσει και με προτίμησες.
Επειδή μοιάζεις με παιδί που παράτησαν σε μια μεγάλη πόλη.
Επειδή δεν κάνεις θόρυβο και λατρεύω το mute.
Επειδή θα με δοκίμαζες κάποτε αν ήξερες με τι μοιάζω.
Επειδή μου χάιδεψες τα μαλλιά μόνο από την δεξιά μου πλευρά.
Επειδή με φοβάσαι που ζω μέσα σου αλλά δεν σου ταιριάζω.
Επειδή μου μοιάζεις και τεντώνεις τα χέρια σου στο τραπέζι όπως εγώ.
Επειδή μιλάς με τον κόσμο δυνατά και με κάνεις να γελάω συμμετέχοντας.
Επειδή με εξαπάτησες και σε συγχώρεσα.
Επειδή μοιάζεις στον πατέρα μου.
Επειδή θα θελα να βάλω το κεφάλι σου μέσα στο στήθος μου μιας και το ζήτησες κοφτά.
Επειδή με υποψιάζεσαι.
Επειδή όταν με αποχαιρετάς πάντα καπνίζεις.
Επειδή πέταξες την τσίχλα σου στο πεζοδρόμιο και θύμωσα κρυφά.
Επειδή μιλάς δυνατά και κλαις πίνοντας μια τζούρα καφέ ταυτόχρονα.
Επειδή Ο Αύγουστος σου πάει όσο και μένα.
Επειδή όταν γελάς δεν πετάγεται ούτε μισή φλέβα στο πρόσωπο και στο λαιμό σου.
Επειδή μου αρέσει να ξέρω ότι είσαι κάπου εκεί έξω αληθινός μακριά από μένα που σε προτιμώ και να γελάς.

Σε προτιμώ, επειδή είσαι μια απειλή που μπορώ να κοιμίσω δίπλα μου
Επειδή δεν θα ποθήσουμε ποτέ ο ένας τον άλλον
Σε προτιμώ.

Τρίτη, Αυγούστου 04, 2009

ΑυΓοΥσΤιΑτΙκΗ λΑγΝεΙα

Δεν θα φύγω μαζί τους. Θα μείνω με τους λίγους στις άκρες της πόλης. Θέλω να είμαι στους δρόμους του κέντρου, την ώρα που θα μαυρίζει στο βάθος η θάλασσα τον δεκαπενταύγουστο. Να τριγυρνάω με κατάμαυρα γυαλιά στο μπλε του μεσονυχτίου. Να καταπίνω την ζέστη και τις μυρωδιές των γιασεμιών στα θερινά, ολομόναχη, με μια απέραντα ξεσηκωτική θλίψη στα μάτια. Και να την αναζητάω, να μου λείπει και να ξέρω ότι αν θέλω μπορώ να τρέξω να πλαντάξω μέσα της. Μου έλειψε εκείνο το συναίσθημα που σου προκαλεί μια πόλη όταν ερημώνει.

Μου έλειψε κι ένα σώμα αθώο, από πηλό.

Με βρεγμένα μαλλιά κι ένα κογχύλι στην γλώσσα για καραμέλα παρακολουθώ τα πάντα που δεν με αφορούν. Η τηλεόραση πάντοτε στο mute.Και είναι πιο ωραία έτσι. Πιο γευστική από ποτέ. Δημοσιογραφία. Ένα είδος κατευθυνόμενης ενημέρωσης. Κατασκευασμένα γεγονότα. Δεν πιστεύω τίποτα και κανέναν. Ένα λαμπρό πείραμα είμαστε. Το έχω ξαναπεί. Κατοικίδια ενός λαού πολύ ανώτερου από εμάς. Όλα στο mute λοιπόν και αφήστε να κάνω εγώ η ίδια την αξιολόγηση των πραγμάτων όπως ξέρω.
Προτιμώ να χωράω στις νύχτες του Αυγούστου κρατώντας παλιά τετράδια με θυμαρόλογα παλιών, αυτοεξόριστων φίλων, μιας εφηβικής ηλικίας. Να πίνω γάλα παγωμένο και να βγαίνω μετά τις δώδεκα σαν σελήνη λίγων ημερών χαζεύοντας τις νυχτερινές γονυκλισίες των ερωτευμένων, τα λευκά πρόσωπα των ρουμάνων, και τους έρωτες των φαναριών με τα τεντωμένα πρόσωπα. Οι διαδρομές μεταγγίζουν μυστικά στους εκλεκτούς.
Δεν θα φύγω μαζί τους. Θα μείνω .Κάνοντας τίποτα απολύτως. Τα χώματα πρέπει να μείνουν άσπαρτα για λίγο για να δυναμώσουν. Ακίνητη θα στέκω ,κάθε που θα σουρουπώνει, με τα μαύρα μου γυαλιά στρέφοντας το πρόσωπό μου προς την ενδοχώρα. Όρθια σαν άγαλμα από σάρκα να περιμένω ακίνητη, με κομμένη την ανάσα, κάτι να συμβεί.
Κι έπειτα, όταν θα σκουραίνει η ψύχη μου από την νύχτα, θα τυλίγομαι με χιλιάδες βιβλία κάτω από τα λευκά μου σεντόνια, μπροστά στον αφασικό καταιγισμό των κλιματιστικών. Και όταν το φεγγάρι θα αναρχείται εκεί ψηλά θα βγαίνω να το παρακολουθώ. Απλά πράγματα. Άλλωστε πόσα φεγγάρια νομίζετε ακόμα θα θυμόμαστε. Πολύ λίγα.

Δεν θα φύγω μαζί τους. Θα μείνω στις άκρες της πόλης όπως κάθε Αύγουστο. Θα μείνω σε τοπία του κέντρου, αστικά, ασάλευτη να μαθαίνω πως οι δρόμοι γερνούν μαζί με τα κτίρια, τα οχήματα και τους ανθρώπους. Κι έχουν πολλές ιστορίες να πουν.
Μια από αυτές είναι πως όποιος μένει στις άκρες της πόλης χάνει την μνήμη του και έτσι ξεχνώντας πως και πέρυσι ήταν εδώ τα βλέπει όλα σα να είναι η πρώτη του φορά. Και γω πρώτη φορά βλέπω εμένα να κοιτώ εμένα που κοιτώ εμένα να κοιτώ εμένα που κοιτώ.
Θα μείνω.