Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 28, 2006

ΝύΧτΕς ΠρΕμΙέΡας


Κόβω βόλτες στο πεζοδρόμιο περιμένοντας τα παιδιά να φανούν. Ξεδιπλώνω το τσαλακωμένο πρόγραμμα από τις νύχτες πρεμιέρας. Ξανακοιτάω κάποιες από τις ταινίες που είδα. Σημειωμένες και περιφραγμένες μέσα σε μπλε κύκλους. «Luxury Car».// «Storm»,η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν θα πάψει ποτέ να μας εκπλήσσει. Věra Chytilová-«Μαργαρίτες», αυτούσιο το κλίμα της ελευθεριότητας που επικρατούσε την δεκαετία του `60 σε ολόκληρη την Ευρώπη, προετοιμάζοντας προφητικά στην τελική του σκηνή το άγριο τέλος της "μεγάλης επανάστασης"// 13 Tzameti, το ασήμαντο της ανθρώπινης ζωής και βαθιές εξπρεσιονιστικές αποχρώσεις. «En Soap». Η ζωή μιμείται τη μεσημεριανή τηλεοπτική ζώνη // «Καρδιές της ερήμου», το παθιασμένο ερωτικό σμίξιμο των 2 αταίριαστων αυτών χαρακτήρων στο δωμάτιο ενός μοτέλ, αποτελεί σκηνή ανθολογίας μέσα στο κεφάλι μου,στο τμήμα με τις ανθολογίες. Εικόνες,από παντού μαζεύω εικόνες,σαν να είναι φρούτα εποχής. Ανάσες γεμάτες υπότιτλους και μυρωδιές άγνωστων ανθρώπινων σωμάτων. Ζεστός απογευματινός καφές,στον τοίχο μια φωτογραφία της Francesca Woodman. Όσο και να την κοιτάω δεν την χορταίνω και συνεχίζω να την ζηλεύω και να θαυμάζω το σύντομο έργο της. Είναι συνηθισμένο φαινόμενο καλλιτέχνες που έδωσαν νωρίς τέλος στη ζωή τους να επιδεικνύουν μια τρομερή ωριμότητα και δημιουργικότητα στα λίγα χρόνια που βρέθηκαν πάνω στη γη. Παραδίπλα, δύο τεράστιες φωτογραφίες του Μαρσέλ Μαρσό, να αιωρείται στο σκοτάδι και να μιλά με σιωπή. Πέρασαν σαν /σκηνή 18/ λήψη 4/ οι μπλε ώρες. Κατηφορίζοντας και πάλι την Πανεπιστημίου βράδυ,δίπλα σε τράπεζες και πολυώροφα κτήρια γραφείων χαζεύω ξανά και ξανά τα νέα τεράστια πολυκαταστήματα με τις αστραφτερές βιτρίνες,που ιδίως το βράδυ,μεταλλάσσονται σε ολόφωτους έγχρωμους χώρους που μαγνητίζουν το βλέμμα. Εφήμερη αισθητική. Σε μια στρογγυλή παλιά πολυκατοικία μια χοντρή κυρία με ένα λευκό κότσο,ανοίγει το παράθυρο και κοιτάει απροκάλυπτα τους διαβάτες. Την χαζεύω και γω το ίδιο χυδαία. Πόσο καιρό έχω να παρατηρήσω τον κόσμο από το μπαλκόνι μου; Αντ’ αυτού χαζεύω τα «παράθυρα της τηλεόρασης», μέσα από τα οποία βλέπω τον κόσμο. Μάλλον έχουν αντικαταστήσει το παράθυρο του σπιτιού μας... . Έχουμε εθιστεί ως κοινωνία στην ευκολία της εικόνας και αρκούμαστε στην πρώτη φευγαλέα και επιδερμική ματιά, ενώ μας κουράζει να διεισδύσουμε στο βαθύτερο περιεχόμενο που τη συγκροτεί και την ουσιώνει. Ξεχάσαμε πως γεννηθήκαμε με αίμα και κλάμα. Έχουμε πράγματα που άλλοι δεν θα τολμούσαν να ελπίσουν. Χιλιάδες φρέσκα πρόσωπα με ζωηρά μάτια παρελαύνουν ευθαρσώς από μπροστά μου,όπως τα μυγάκια στο φακό μιας κάμερας. Έχουν υπολείμματα εικόνων στο βλέμμα τους και σχολιάζουν δυνατά κοιτώντας το άπειρο. Είμαι ονειροπόλα αλλά δεν είμαι η μόνη. Περπατώντας έξω από τους κινηματογράφους νοιωθώ ακριβώς αυτό το πράγμα. Το «τώρα»,το «εδώ». Το πιο μακρινό μέλλον που μπορώ να φανταστώ είναι το «σήμερα το απόγευμα».Σε ποια αίθουσα θα μπω. Κάπου εκεί σταματάει ο χρόνος. Πιο πέρα δεν υπάρχει, δεν θα υπάρξει. Ελεύθερη στριφογυρίζω στη χρονοχωροδίνη του φεστιβάλ, κουβαλώντας τα σημάδια της σινεφίλ δεκαετίας του '60 πάνω μου... Είναι νύχτα, μια από εκείνες τις ώρες που λέγονται μικρές και που συνήθως κρύβουν στιγμές μεγάλες. Ο δρόμος έξω έρημος,το σινεμά κλείνει φώτα και ρολά,εγώ τα μάτια. Μυρίζω τη νύχτα δυνατά με το γνωστό τρόπο που σνιφάρει κανείς. Σπάργανα ονείρων.Γίνομαι μωρό, όλοι με φροντίζουν, μετά επιστρέφω στην μήτρα όπου περνώ τους τελευταίους εννέα μήνες μου επιπλέοντας ευχάριστα και ξαφνικά τελειώνω την ύπαρξή μου με έναν οργασμό. Σταγόνες βροχής παντού. Πρώτο πλάνο.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 24, 2006

ΚαΙ οΙ οΠώΡεΣ φΘίΝοΥν...


Σιχαίνομαι τον μουντό καιρό, τα σύννεφα με τις χοντρές γκρι κοιλιές,τον κρύο αέρα,το σούρσιμο των φύλλων στα πεζοδρόμια,τα λασπωμένα μου παπούτσια,τις σταγόνες της βροχής που δεν λεν να το βουλώσουν. Το μεταλλαγμένο φθινοπωρινό κλίμα που θυμίζει κλίμα «Blade runner»,τα καυτά ροφήματα,τα αναμμένα σώματα και τα βαριά πουπουλένια παπλώματα. Τα χοντρά πουλόβερ και τα μάλλινα ζιβάγκο που τσιμπάνε. Τον καπνό που μπουκώνει τους κλειστούς χώρους,τη δυνατή μουσική. Είμαι παιδί του καλοκαιριού του ανοιχτού ουρανού και της ενδυματολογικής λιτότητας. Ζηλεύω τους ιθαγενείς που ταξιδεύουν στην σπασμένη γη τους μόνο με το δέρμα τους.
Οι βαλίτσες μου, θα είναι πάντα εκεί,έτοιμες να τραβήξουν το χέρι μου.

Τον χειμώνα νυχτώνει αλλιώς,ιδίως τις κατηφείς μέρες. Καμιά φορά σκοτεινιάζει αμέσως μετά το μεσημέρι. Το σιχαίνομαι αυτό μαζί και τον ηλίθιο τον Βενιαμίν Φραγκλίνο,τον πρώτο που διατύπωσε την ιδέα για την αλλαγή της ώρας ώστε να υπάρχει διαθέσιμο περισσότερο φυσικό φως κατά τους θερινούς μήνες,αλλά το χειμώνα άπλετη σκοταδίλα. Μέρες με ραδιόφωνο και παράσιτα,μέρες βροχερές γεμάτες από τραγούδια της Juliette Greco*Les feuilles mortes* Bonjour tristesse* Σκέψεις μουσκεμένου απογεύματος, βήχουν σαν φθισικές κοπέλες πίσω από την πλάτη μου. Σκέφτομαι τα «Πολυδούρικα» μελαγχολικά απογεύματα που πλησιάζουν,περπατώντας στις μύτες των ποδιών τους, και ανατριχιάζω από την φρίκη. Μυρωδιά νοτισμένου χώματος. Βιτρίνες με μακρυμάνικα. Όχι ακόμα,βάστα λίγο ακόμα. Δεν είμαι έτοιμη φέτος για τον Χειμώνα...
Και μετά στο Κέντρο. Φυγαδεύω το μουδιασμένο είναι μου στις «Νύχτες Πρεμιέρας».
Κλεισμένη μέσα σε μια αίθουσα σπηλιά, μέσα στην καταπιόνα μιας φανταστικής φάλαινας,αποκαλύπτω στο βλέμμα μου ταινίες σαν παραμύθι. Ταινίες σαν χαστούκι ταινίες που αφήνουν βαθουλώματα ύπαρξης στα βελούδινα κόκκινα καθίσματα.
Νυχτερινά ποτά με γεύση κλεισούρας και περσινού χειμώνα.
Συζητήσεις με θέμα το top 10 των πιο φοβερών και τρομακτικών αυτοκτονιών διάσημων ανθρώπων του θεάματος. Πλήττω, πλήττω μέσα εδώ, με όλα αυτά τα μπουκωμένα τοπία. Γλιστράω στα βρεγμένα πεζοδρόμια,βρίζω τους πάντες με το παραμικρό. Παρατηρώ τις γυναίκες που περπατάν στις γειτονιές. Γυναίκες φτιαγμένες από κάματο και ξινισμένο έρωτα... Θέλω να δραπετεύσω από εδώ, από αυτή την πόλη που όλο και φτωχαίνει αισθητικά. Όλο και φυραίνει μαζί με τους παλιούς ψόφιους χειμώνες της. Οι βαλίτσες μου θα είναι πάντα εκεί. Τελευταία,νανουρίζομαι από μια σνομπ ερωτική διάθεση και μια αδικαιολόγητη μελαγχολία για κάτι που δεν ήρθε ακόμα. Τραβάω το διάβολο από την ουρά και γελάω τρέχοντας και καπνίζοντας χιλιόμετρα και υγρασίες. Και μετά η ομορφιά της νύχτας στο δάσος του blogspot. Με αγέλες πληγωμένων μοναχικών να βαστάνε το τέμπο γύρω από την φωτιά. Με τους ομφάλιους λώρους σκονισμένους και τεντωμένους στα μαύρα ηλεκτρονικά πατώματα,γεμάτα με ψυχικούς εμετούς,και δάκρυα. Γιατί στοιχίζει πάντα ένας ξεριζωμός. Ακόμα και αν αυτός έχει να κάνει με μια απόδραση από την ησυχία του γαλάζιου δωματίου μας στο δάσος του blogspot. Οι βαλίτσες μου θα είναι πάντα εκεί. Δεν το βάζουμε κάτω,δε θρηνούμε τίποτα. Αναζητούμε καινούργια σημάδια! Σταματήστε επιτέλους αυτό το μίξερ που χτυπιέται μέσα μου.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 20, 2006

ΡιΝίΣμΑτΑ κΑτΕχΑκΗς


Κολλημένη στην Κατεχάκη, επιστρέφοντας.
Μέσα στα αυτοκίνητα στρατιωτάκια της καθεμέρας ακούνητα, αγέλαστα...
Έξω βρέχει. Πάει το καλοκαίρι σε λίγο θα αρχίσει η αποσύνθεση του. Νομίζω ότι έχω γίνει αναίσθητη και αυτό με κάνει να γελάω από χαρά. Δεν πιστεύω κανέναν και τίποτα πια. Επίθεση σε όλα τα μέτωπα. Γιατί με λες δακρυσμένη λέαινα;
Αλλάζω μικρές ταχύτητες εναλλάξ με μικρά θραύσματα σκέψεων.
Το κόκκινο ποτάμι, σαν λάβα μπροστά μου με νανουρίζει. Στο ράδιο το κορίτσι της Ipanema goes walking.Βλέμματα τελείες, στηρίζουν το άπειρο,συνοδηγοί και οδηγοί που είναι σαν να βγήκαν από ταινία του Ρομέρ. Πόσο λίγο φως θα έχουν σε λίγο, τα απογεύματα του χειμώνα; Που πάει όλος αυτός ο κόσμος, πίσω μου και μπρος μου;
Γιατί δεν ονειρεύομαι πια την γιαγιά μου;Πως πέρασε έτσι και αυτό το καλοκαίρι σαν να ήταν ιστορία κάποιου άλλου. Γιατί ο Χ. θα ήθελε να παντρευτεί μόνο Γιαπωνέζα;
Η Κ. με πόσους άντρες να πήγε από τότε που έφυγε στο νότο; Άραγε βρέθηκε κάποιος να την αγαπήσει αληθινά; Να κάνω παιδί ή ταινία; Προτιμώ το δεύτερο. Να τολμήσω να φιλήσω τον επόμενο που θα με σωριάσει ψυχικά ή να το πνίξω; Η ψυχή σου νοσεί; Φάε σύννεφα και περαστικά σου. Αύριο ξεκινάνε οι «Νύχτες Πρεμιέρας».
Η μαμά μου τι νομίζει για μένα;Είμαι ευτυχισμένη;Βλέπει κάτι που εγώ προσπαθώ να κρύψω;Κρύβω κάτι από κάποιον που δεν θέλω να βγει;Χαίρομαι που μπήκες στη ζωή μου ,υπό άλλες συνθήκες θα ήμασταν αλλιώς. Πονάει το κεφάλι μου πάλι. Μπάζει από κάπου. Μπάζει και μέσα μου από κάπου. Πότε ψήλωσαν τα δέντρα τόσο πολύ στο βουνό; Πόσο καιρό έχω να ανέβω στον Καρέα;Να κάνω γυμναστική ή να το αφήσω για αύριο;Είμαι ευτυχισμένη;Γιατί να μην είμαι;Βαριέμαι να οδηγώ, θα ήθελα να γράψω. Μέσα μου γεννάω μια ιστορία. Σε κάθε μποτιλιάρισμα και μια ιστορία. Τι ώρα πήγε;Να απλώσω τα ασπρόρουχα τώρα που θα πάω σπίτι.Θέλω να αγοράσω καινούργιο τζιν. Θέλω να πιω κάτι. Κρασί .Κόκκινο, όχι,όχι κόκκινο. Λευκό. Παγωμένο. Βενζίνη δεν έχω. Να βάλω. Πόσο γρήγορα περνάνε σήμερα τα σύννεφα. Τρία, τρία σαν αποσιωπητικά. Χα! Θυμάσαι; Τι όμορφο τελικά αυτό το ποτάμι από τα κόκκινα stop των αυτοκινήτων. Σταμάτησε να βρέχει .Ανοίγω το παράθυρο να μπει μυρωδιά πεύκου και νοτισμένου χώματος, ανακατεμένη με βρεγμένη πίσσα και εξάτμιση .Θέλω να αφήσω το αυτοκίνητο μου και να περπατήσω μέχρι το σπίτι μου. Εξαίσια διαδρομή. Θέλω να πω ψέματα. Να πέσω μες τα αίματα. Αυτή η ξανθιά καπνίζει σαν άντρας δεξιά μου.
Άνοιξε ο δρόμος. Τρέχω, τρέχω μαζί με τα σύννεφα. Πέτρινη νύχτα μπροστά. Αναπόφευκτη η σύγκρουση.
Τηλέφωνο. «Έλα μαμά,θα περάσω αύριο να τα πάρω. Κλείνω γιατί παρκάρω θα σε πάρω μετά»
Έφτασα σχεδόν. Μεσιέ...από τώρα, όλη δικιά σου.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 17, 2006

ΛέΧαΙο


Το πρωινό του Σαββάτου ήταν τόσο όμορφο που θύμιζε ακουαρέλα. Η θάλασσα μισοντυμένη κι εκείνος ο ουρανός από πάνω της που πάντα ταξιδεύει τα σύννεφα,αποκαλυπτικά γαλάζιος. Παρατηρώ το πρόσωπο σου,σκεφτικό χωρίς κάποιον σπασμό. Από μακριά δείχνεις σαν να ακούς τον θεό που μιλάει στους αγγέλους. Ένα τέτοιο πρωινό σαν ακουαρέλα φύγαμε για μια μικρή εκδρομή στο Λέχαιο. Στην εξοχική κατοικία της Ό. Η παλιά Αθηνών -Κορίνθου με την πλάτη γυρισμένη σε μας λιμάρει τα νύχια της κοιτώντας τη θάλασσα.Μια ακόμα αναπνοή,σκέφτομαι κάτι που με ανακουφίζει. Και μετά εκπνοή. Απογευματινό μπάνιο στην πισίνα,το δέρμα αναστατωμένο από την δροσιά του απογεύματος. Μικραίνει η μέρα. Ξαπλωμένη στο γκαζόν χωρίς πετσέτα απλωμένη κάτω από το βρεγμένο σώμα, διαβάζω ένα βιβλίο, «Το Χάρτινο Σπίτι» του Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες. Μυρωδιά κοκκινιστού από την κουζίνα. Μια σαύρα διασχίζει τους αρμούς σαν να βλέπει κακό όνειρο πίσω της. Ησυχία,απόλυτη ησυχία που κάποιες φορές μπερδεύεται με γέλια ανδρών. Νύχτα και η αρχαία Κόρινθος ψηλά στο βάθος φωτισμένη.«Κοίτα την τώρα που μπορείς», μου πετάει η Ο. μειδιώντας, «γιατί μετά τις εκλογές αμφιβάλλω αν θα την ξαναφωτίσουν». Βραδινή κουβέντα με αντικουνουπικό κερί,και θέμα επιδοτήσεις για τα φεστιβάλ κινηματογράφου και πολιτισμού στην Κορινθία. Αποσπάσματα ταινιών και διαλόγων που πέρασαν στην ιστορία περνάν τώρα και κάτω από τα πέλματα μας που δροσίζονται γυμνά στο βρεγμένο γκαζόν. Ανηφορίζουμε για φαγητό κάτω από τον ιερό βράχο της Ακροκορίνθου. Τα αρχαία έτσι υποφωτισμένα κεντάν ανατριχίλες στο σώμα. Ο κόσμος των προγόνων μας ακόμα και τόσο σακατεμένος και παλιός περιέχει πολλά θαύματα και μυστήρια που ενεργούν πάνω στο δέρμα και στην σκέψη μας επηρεάζοντας τα αισθήματα μας τόσο, που νομίζουμε την ζωή μια κατάσταση μαγική. Σουβλάκι καλαμάκι με πολύ αλάτι ,λεμόνι και αλάδωτες πίτες. Αλήθεια πόσα χρόνια είχα να φάω τόσο γευστικό καλαμάκι; Που πήγαν εκείνες οι γεύσεις;Δεν μπορούσαν να διατηρηθούν κάπως και ας ήταν γεύσεις ερείπια. Το μυαλό μου τρέχει σε αρχαίες Κορίνθιες και Κορίνθιους. Στα ρούχα που πιθανώς να φορούσαν,στην μυρωδιά των μαγειρεμένων φαγητών τους, στα αφώτιστα βράδια τους και στις απίστευτα αργές και καταθλιπτικές ημέρες τους. Τέλος χρόνου.
Κυριακή πρωί. Σύννεφα βαριά,τόσο βαριά που το κάθε ένα θαρρείς και κουβαλάει από μόνο του μια καταιγίδα. Διαβάζω συνεχώς.Κάπου, κάπου λαγοκοιμάμαι. Η παρέα μου κρατάει συντροφιά μιλώντας χαμηλόφωνα. Φαγητό με ψιλόβροχο και επιστροφή. Ποταμός από κόκκινα φώτα. Στάλες χτυπάν το παρ-μπριζ αυτοκτονώντας μπροστά στα μάτια μας,σκορπώντας και πλαταίνοντας έτσι την νερένια ύπαρξη τους,σκόρπιες ραδιοφωνικές μελωδίες. Σκέψεις πολλές μαζεμένες σαν κουβάρι με νήμα χοντρής πλέξης. Φτιάχνουν άνετα 30 πουλόβερ μεγάλων παραγράφων. Υποσχέσεις,καμένα όνειρα και ανάπηρα θαυμαστικά στοιβαγμένα στο πίσω μέρος του κρανίου μου περιμένουν να τα εντοπίσω. Πίσω στην πόλη .Πίσω στο σπίτι. Πίσω, σε ότι άφησα πίσω. Πίσω μου και πίσω στο χρόνο. Πίσω στα μάτια των δικών μου,πίσω από καναπέδες και ίχνη κάδρων στον τοίχο. Πίσω από την πλάτη μου και πίσω σε εκείνο το κενό που αφήνουν τα γράμματα και οι προτάσεις στα βιβλία. Πίσω στα καθ΄ημας.Και κανείς κανενός.

Το Λέχαιο πήρε τ' όνομά του από τον μυθικό Λέχη, γιο του θεού της θάλασσας Ποσειδώνα και της ξακουστής πηγής Πειρήνης, που ήταν κόρη του ποτάμιου θεού Αχελώου. Ήταν το σημαντικότερο λιμάνι στους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους, λόγω της εγγύτητάς του με την πόλη και του εμπορικού προσανατολισμού της αρχαίας Κορίνθου, που ήταν κυρίως δυτικός. Η όλη σύλληψη και κατασκευή του ήταν ένα τεχνολογικό θαύμα της εποχής εκείνης, που αντιγράφτηκε αργότερα από τους Ρωμαίους και εφαρμόστηκε σε πολλά λιμάνια. Σήμερα, αυτός ο εξαιρετικού αρχαιολογικού ενδιαφέροντος χώρος ανήκει στο Δήμο Κορινθίων, ενώ το Λέχαιο, με το μυθικό όνομά του, αποτελεί δημοφιλές τουριστικό θέρετρο

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 14, 2006

CiTy Of SaNtA bLuE ~pArT tWo~


Το σύννεφο κράταγε λίγη παρέα στον ιππότη με τα ροζ γυαλιά,όσο εγώ κοιμόμουν.
Ο ιππότης ψέλλισε νυσταγμένα στο σύννεφο.«Πέτρες και χώμα. Ο ύπνος της βαθύς σαν το Γκραν Κάνυον,κι εκεί κάτω κυλάει ορμητικός ο χείμαρος των ονείρων της. Βουίζει ,τρέχει και ξαφνικά γίνεται λίμνη όπου πίδακες με ζεστό νερό την καθηλώνουν. Δες την, βγαίνει μέσα από τους ατμούς, θλιμμένη με εκείνο το γαλάζιο της φόρεμα. Δεν έχει τρόπαιο αυτό το ταξίδι. Παρά μόνο πέτρες και χώμα».
Ξύπνησα σε ένα γαλάζιο δωμάτιο. Η εικόνα του παιδιού με τα μπλε μάτια ,η πρώτη εικόνα που είδα. Σηκώθηκα τρομαγμένη και χρονικά άκυρη. «Μαμά,πάμε έξω,σε περιμένει ο μπαμπάς». Έπιασα το μικρό χεράκι του. Σε ένα σκουριασμένο σκαρί καθόταν αυτός ατενίζοντας τα βάθη.

«Ήρθα»,είπε χωρίς να με κοιτάξει.«Ήρθα, περνώντας τα Τάρταρα των εθνικών οδών και των ποταμών από τους οποίους προήλθαμε. Ριγμένος χρόνια μέσα στην παλάμη της σιωπής,περίμενα την φυγή σου κάνοντας βόλτες στην γραμμή της ζωής. Το μόνο που τόλμησα να κάνω ήταν να στείλω το μικρό αυτό αγόρι να έρθει να σε βρει,τα μάτια του φυλακίζουν την εικόνα σε μνήμη. Έτσι σε είδα ξανά». Δεν πρόλαβα να τον αγγίξω.Ούτε να δω καν πως ήτανε. Άκουσα μόνο έναν υπόγειο κρότο, σαν κάτι να έσπασε μέσα μου ξαφνικά.
Βρέθηκα στο λαβύρινθο των υπόγειων ρευμάτων,όπου με περίμενε το σύννεφο,υγρό σαν μουσκεμένο βαμβάκι. Ακούμπησε στο μέρος της καρδιάς, που δεν χτύπαγε πια και έκλεισε την ρωγμή. «Πάμε» μου είπε, «δεν έχει άλλο εδώ για σένα».Το αίμα πλημμύρισε το γαλάζιο μου φόρεμα. Ήταν η πρώτη φορά που είχα να δώσω κάτι παραπάνω από μπλε. Όταν ξημέρωσε βρέθηκα να ξυπνάω στα πόδια του ιππότη. Φόραγα τα ροζ γυαλιά και ένα κόκκινο φόρεμα,φτιαγμένο από αίμα και μέλλον που κανείς δεν αντέχει. «Ήρθε»,είπε ο ιππότης, «ήρθε και άφησε αυτό εδώ το κουτί». Το άνοιξα και είδα μια παλάμη,η δικιά του θα ήτανε θαρρώ. Την ακούμπησα πάνω στην δικιά μου,ταίριαζε. Πήρα βελόνα και κλωστή και την έραψα πάνω της.Έζησα έτσι, περιμένοντας πάλι να φανεί για οχτώ ολόκληρα χρόνια. Με τον ιππότη όλο να σκουριάζει την πανοπλία του
και το σύννεφο να έχει πια εξατμιστεί.Δεν τον ξαναείδα από τότε,ούτε εκείνο το παιδί με τα σαπφείρινα μάτια, που ήθελε να έχει βγει από την κοιλιά μου.Τελικά είχε δίκαιο ο ιππότης Δεν είχε τρόπαιο αυτό το ταξίδι.Παρά μόνο πέτρες και χώμα.
Για οχτώ έτη, κατοίκησα στο χαλαρό παλάτι του εξόριστου εαυτού μου παίζοντας παράξενα παιχνίδια με τον κόσμο του νησιού.Τώρα λέω να γυρίσω πάλι στο έδαφος της έκθεσης,και στους χλωμούς αδελφούς και αδελφές μου.Παιδιά όλα του δάσους της παχύρρευστης ντεγκραντέ μελαγχολίας...
Να θυμάστε πως δεν είμαστε άλλο, παρά θηρία με τεράστιους εγκεφάλους και ματωμένες καρδιές. Αποσυρθείτε τώρα στις σκηνές σας και στα όνειρά σας.
Αύριο μπαίνουμε στο δάσος του blogspot.Καιρός να ανάψουμε πάλι τις μεγάλες φωτιές μας.



Δεν περιμένουμε κανέναν πια.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 11, 2006

CiTy Of SaNtA bLuE ~pArT oNe~

Mου είπες κάποτε, θυμάμαι, να πάω σε μια νέα πόλη για να έρθεις να με βρεις.Έτρεχα μερόνυχτα,χωρίς Μορφέα και όνειρα.Χωρίς ήλιο. Και ήτανε ξημέρωμα όταν πάτησα τα μελανιασμένα πόδια μου στην νέα πόλη. Μπήκα στη Santa blue έχοντας ένα άσπρο σύννεφο τυλιγμένο γύρω από το λαιμό σαν γούνινο κασκόλ,και έναν ιππότη με ροζ γυαλιά. Ήρθαμε από τα Δυτικά, από το μεγάλο ωκεανό. Είχε υγρασία στο λιμάνι του Nuevo azulleon. Πάνω από τα κεφάλια μας τα σύννεφα αλλάζουν συνέχεια μορφή. Σκέφτομαι την αταξία του μπλε δάσους που άφησα πίσω από τους ώμους μου.Το παιδί με τα μπλε μάτια, το ακίνητο φεγγάρι και το θρόισμα των ασημένιων φύλλων. Φορτισμένες σκέψεις.Σε αναμένω και η καρδιά μου πρήζεται σαν χοντρό κουνούπι γεμάτο αίμα. Χαζεύω την πόλη. H Santa blue είναι μια πόλη βυθισμένη εδώ και καιρό,σε βάθος 700 μέτρων γεμάτη υποθαλάσσια ερείπια σε μήκος αρκετών μιλίων στο χείλος ενός γκρεμού, στενόμακρη, από ανατολή και δύση. Μπορούσε, να τη διασχίσει, όποιος ήθελε, περπατώντας 18 μερόνυχτα..... Αντί για σπίτια έχει ξεραμένα στιγμιότυπα που μέσα τους κατοικούν ουρανοί και παλιά ερωτικά βλέμματα.Μου είπες να σε περιμένω σε μια νέα πόλη.Εγώ διάλεξα αυτή.Σε περιμένω να φανείς από τον Βορά,φορτωμένος λόγια τα οποία θα φυλάξω στις μεγάλες μου τσέπες για τον βαρύ χειμώνα που έρχεται.
Πυκνώνουμε στην αχλύ της και νιώθουμε σαν πλάνητες μέσα της.Κίνηση στους δρόμους,αδέσποτοι λέοντες που βρυχώνται πονώντας για ζούγκλα, προτζέκτορες με σταματημένα στιγμιότυπα από ενδιάμεσους χώρους και χρόνους...μερικά πτώματα παλιών ερώτων σήπτονται στο καλοκαιρινό της έδαφος.Η πόλη, έτσι που την πλησιάζουμε μοιάζει με κολάζ.Σταματάμε με το σύννεφο και τον ιππότη στο δρόμο όπου βρισκόταν κάποτε το σπίτι μου. Στο δρόμο που παρακάμπτει τον πόνο. Δεν υπάρχει τίποτα πια πάρα μόνο ίχνη σκέψεων κλεισμένα σε αλμυρές φυσαλίδες.“Σύνοπτα εστί τα ερείπια ….υπό της άλμης λελυμασμένα”. Αισθάνομαι φοβισμένη και καλώ το όνομά σου. Ο ιππότης μου σκεπάζει τα μάτια φορώντας μου τα ροζ γυαλιά του.Οδεύοντας στη μεγάλη λεωφόρο συναντήσαμε ανθρώπους που κουβάλαγαν ξόανα για τα ιερά τους.Φοράγανε φύκια πορφυρά στα μαλλιά τους.Ήρθαν από πολύ μεγάλες αποστάσεις,ακόμη και από την άλλη άκρη του πλανήτη.
Μια πεταλούδα γυρνάει τους κύκλους της σκέψης μου.Περνάω το μεγάλο ποταμό,το σύννεφο αρχίζει και υγραίνει το λαιμό μου. Θα βρέξει μου απαντάει ο ιππότης. Κοιταγόμαστε μερικά λεπτά και μια διάχυτη συνωμοσία αποφυλακίζεται από τους σαπφείρινους βολβούς των ματιών μας.Ψελλίζει... «Τα σύννεφα είναι το ορατό μέρος του παραδείσου.Ο ουρανός είναι η ψυχή μας και τα σύννεφα τα όνειρα μας.Όταν όμως μαζευτούν πολλά σύννεφα ο ουρανός δεν φαίνεται πια».

Και η βροχή πέφτει απαλά πάνω στην βυθισμένη πόλη και στα κεφάλια όλων μας. Έξαφνα πυκνό σκοτάδι και μια διαπεραστική κραυγή. Το σύννεφο ξεδιπλώνεται και με σκεπάζει από άκρη σε άκρη. Ο ιππότης βάζει την ματωμένη πανοπλία και πιάνει την λαβή του σπαθιού του. Η νύχτα φτάνει με την πορφυρή της λεγεώνα. Από την πύλη του Βορά ακούω τα βήματα σου.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 08, 2006

CaNdYbLuE


Τα κύτταρα μου είναι μπλε και δεν μπορώ να κάνω τίποτε για αυτό.
Τιτάνιες μπλε μελαγχολίες ουρλιάζουν έξω από την πόρτα μου.

Και πάντα τους ανοίγω,μου λείπουν πολύ όταν σωπαίνουν.
Κατάπια πάλι τις μπλε ώρες,σαν γλυκό του κουταλιού. Κάτι, δεν θα πω τι, με έκανε πάλι να μουδιάσω. Τη νύχτα κάτω από το χαμηλό φως του πορτατίφ,ο Μορφέας με τα μπλε μακριά μαλλιά, μου κάνει ενέσεις μελαγχολίας. Υπάρχουν όνειρα που έστειλα στον αγύριστο και επιστρέφουν ξανά κοιτώντας με σαν μοναχικά θαυμαστικά,περιμένοντας κάτι να θυμηθώ. Αλλά εγώ είμαι μπλε και δεν έχω μνήμη. Το μόνο που έχω είναι μια κράμπα στο μέρος της καρδιάς, ικανή να με καταπιεί. Θέλω μια αιώνια αντιβίωση κατά της γλυκιάς αυτής μελαγχολίας, να την πίνω και να νοιώθω καλά. Σαν το χτεσινό μαύρο ζουμί από τα δικά σου καρκινώματα.
Μαύρο ζουμί- μαύρο ζουμί
. Σούπα από μαύρο ουρανό χωρίς καθόλου αστέρια. Καθόλου αστέρια. Κρατάω την καρδιά σου μες την καρδιά μου.
Βελόνα κλωστή- βελόνα κλωστή,να με ράψω μαζί με σένα,μην σκορπίσω! Σούπα από μαύρο ουρανό την πίνω και πικρίζει, πικρίζω και εγώ.
Στέκομαι κάτω από ψιθύρους,γυμνή από ψέμα,γυμνή από πόνο και αλήθεια.
Τρέχω ξυπόλυτη. Μέχρι και τα πόδια μου έγιναν μπλε. Τρέχω στο αθάνατο δάσος της απελπισίας. Σιγά μην είναι ο λύκος εδώ. Εδώ κατοικούν μόνο μπλε δέντρα με ασημένια φύλλα,φριζαρισμένος πόνος και παχύρρευστη ντεγκραντέ μελαγχολία. Είμαστε θηρία με τεράστιους εγκεφάλους και ματωμένες καρδιές,κάποιος ψιθυρίζει.;'Oχι, η candy δεν είναι άνθρωπος, δεν έχει σάρκα,μόνο μπλε κύτταρα,λέει κάποιος άλλος. Τρέχω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Μα μάταια, πάλι σε εκείνο το ήρεμο μέρος που μοιάζει με την λέξη μπλε θα επιστρέψω. Και έτσι όλοι ξέρουν πια, πως τα κύτταρα μου είναι μπλε σαν κι εκείνα τα μάτια του μικρού αγοριού που όλο με κοιτάζει σαν να θέλει κάτι από μένα.
Ποιο είναι το μικρό αυτό αγόρι; Τι να θέλει από μένα; Πείτε του πως ακόμα είναι νωρίς.
Δεν μπορώ να δώσω τίποτα σε κανέναν.
Μόνο μπλε.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 06, 2006

Η δΥνΑμΗ σΤα ΜαΛλΙά ΤηΣ


Με κλειστά τα τζάμια του αυτοκινήτου και τη μουσική στη διαπασών,κάθε ήχος αναιρείται. Στο φανάρι, σταματημένη πια, βλέπω στο απέναντι πεζοδρόμιο μια κοπέλα με μακριά μαύρα μαλλιά να μιλάει φωνάζοντας στο κινητό. Στέκεται σαν στρατιωτάκι με κολλημένα τα πόδια της. Οι κινήσεις της χαστουκίζουν με βία τον αέρα. Του σκίζουν την φόδρα. Τα σπαστά μαλλιά της κουνιούνται όπως κουνιούνται τα κύματα. Εκεί ξεσπάει όλη η δύναμη της. Πράσινο. Σπινιάρω και τα μάτια μου είναι ακόμα στις άκρες των μαλλιών της. Ξαφνικά το μυαλό μου με παραπέμπει σε κάτι που της μοιάζει. Σε μια εικόνα που άφησε μέσα μου μιαν άκρη μαύρου γκρεμού.
Πριν 4 χρόνια είδα μια κοπέλα, τσιγγάνα, στο δελτίο των 8:00 να φωνάζει για το δίκαιο του χαμένου της αδερφού έξω από τα δικαστήρια. Τα μαλλιά της ήταν μακριά πολύ,σαν μαύροι γκρεμοί, σπαστά,σχεδόν κύρτωναν στις άκρες τους και πήγαιναν σύμφωνα με το ρυθμό του σώματος της. Με το ρυθμό της φωνής ,του λόγου της, που τέντωνε τα πυρακτωμένα βέλη του στην κάμερα.
Είχε τη δύναμη στα μαλλιά της. Καθώς την έβλεπα να λέει διάφορα με την φωνή της τηλεόρασης τελείως χαμηλωμένη, μου δημιουργήθηκε ένα περίεργο συναίσθημα που έμοιαζε με αυτό του ιλίγγου στη θέα ενός μαύρου γκρεμού.Κατάλαβα την δύναμη των μαλλιών της,την δύναμη που ξέσπαγε στις άκρες των μαύρων αυτών μαλλιών.

Θα μπορούσε να ήταν κάτι πολύ μεγάλο αυτή η κοπέλα με τέτοια δύναμη στα μαλλιά της, αν δεν ήταν μια αδερφή που φώναζε για τον αδικοχαμένο της αδερφό. Μια μεγάλη ηθοποιός ας υποθέσουμε, που θα έβγαζε όλους τους ρόλους κάτω από τις απολήξεις των μαύρων της μαλλιών. Μια σπουδαία μεγάλη ηθοποιός με αξιοζήλευτη και αξιοθαύμαστη δύναμη.

Εκτιμάω ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται κάτι. Ηθοποιοί, μουσικοί, συγγραφείς,γλύπτες, χορευτές. Όμως, θαρρώ ότι οι πιο πολλοί νοθεύουν αυτό τους το χάρισμα, καθώς εθίζονται από νωρίς σε μικρά ναρκωτικά που βρίσκονται σκόρπια γύρω τους και ονομάζονται: «Πολιτική», «Θρησκεία», «Κοινωνία», «Οικογένεια»,»Πολιτισμός». Φανατίζονται λοιπόν με αυτά και πεθαίνουν έτσι το ιδιαίτερο αυτό χάρισμα τους. Παρόλα αυτά, αυτό καταφέρνει κάποιες φορές να φανεί και να γλιστρήσει με δύναμη μέχρι τις άκρες των μαλλιών. Φτάνει να το προσέξει κανείς και έχει μια όμορφη εικόνα για πάντα.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 04, 2006

ThE dAy AfTeR tOmOrRoW


Μετά από ένα πολύβουο Σαββατοκύριακο γεμάτο κραιπάλη και ανθρώπινη επαφή, αποβίβασα τον εαυτό μου στο λιμάνι της Δευτέρας.Ξημέρωμα πια. Έκατσα στον μεγάλο καναπέ, επιτέλους μόνη, και πήρα να ξεφυλλίζω με μεγάλη περιέργεια τις παλιές εφημερίδες του φίλου μου. Ατάκτως σκορπισμένοι στο κίτρινο χαρτί, τίτλοι που έκαναν το γύρω του ξενυχτισμένου, πλην όμως ξεβαμμένου μου ματιού.
Μια περίεργη χρονομηχανή παρκαρισμένη στον πορτοκαλί τοίχο του σαλονιού ζέσταινε τους κινητήρες της. Μπήκα στην πρώτη θέση...
*Ανοίγει ο δρόμος ρυθμίσεως του Βιετναμικού. *Ολυμπιακοί αγώνες μονάχου. * Χάσαμε το μετάλλιο,πικρή μέρα για τον ελληνικό στίβο. Δεν έτρεξε τελικά ο Παπαγεωργόπουλος. Ο Τζωρτζής στα τελικά. *Συνθετικό κρέας μέχρι το έτος 1980(προερχόμενο από φυτικές πρωτεΐνες).*Συλλήψεις οπαδών του Περόν. *Μασσαλία: Πρωτεύουσα του εμπορίου Ηρωίνης. *Μονοτάξιος επαγγελματική σχολή Λογιστών «Ο Πυρσός». *Νέο άνοιγμα του Σαντάτ προς τις Δυτικές χώρες. *Αιφνιδιαστική επιθεώρηση στην κεντρική αγορά Ρέντη από το κ. Παττακό,έμπορος διέθετε ακατάλληλο κρέας. *Απαγορεύονται προσλήψεις θυρωρών με ανταλλάγματα χρηματικά η άλλα προς τον κατασκευαστή,διαχειριστή ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. *Το 1974 θα αρχίσει η κατασκευή του Μετρό,αυτό δήλωσε χτες ο υπουργός μεταφορών ναυτιλίας-επικοινωνιών, Εμμ.Φθενάκης (τι φενάκις). * Όπως στα φιλμς «Ακροβάτης» ο διαρρήκτης του χρυσοχοείου,κατέβηκε με σχοινί στο φωταγωγό. *Αυτοκτόνησε νέα τα μεσάνυχτα με χάπια στο σπίτι της επί της οδού Πατησίων 88, η υπάλληλος του ΟΤΕ, Α. Κυριακίδου ετών 25,από την Καβάλα. Έπασχε από μελαγχολία. *Ο καιρός σήμερα 32 βαθμοί* «Το Λάθος» στην οθόνη. Ο Γερμανός σκηνοθέτης Φλάισμαν ετοιμάζει την κιν/κη μεταφορά του Μυθιστορήματος του Σαμαράκη (του Κώστα Πάρλα).*Το Βοξ έπαιζε «Η κόρη του Ράιαν»,Το Ριβιέρα «7 χρόνια γάμου»Το Έλενα «Υπόθεσις Τόμας Καούν».*Το Θέατρο Βέμπο ανέβαζε «Οι εραστές του ονείρου». *Στην τηλεόραση η Ε.Ι.Ρ.Τ στις 1:30 "Σκίπυ" και η ΥΕ.ΝΕ.Δ ΣΤΙς 10:30 είχε «επικίνδυνες αποστολές».

Σηκώνω τα μάτια μου στον τοίχο,σκέφτομαι πως θα ήταν οι γονείς μου ριγμένοι στο τότε. Σχεδόν συνομήλικοι με μένα τώρα,όμορφοι, δυνατοί με τα λίγα τους,γεμάτοι όνειρα και μέλλον με γεύση αλλαγής και επερχόμενης δημοκρατίας. Στο βάθος οι ιαχές του Πολυτεχνείου πρόβαραν τα φωνήεντα τους.
Ανοίγω την τηλεόραση που, «γεννά είδωλα και τα ξεσκίζει».Πέφτω επάνω σε μια άθλια ταινία,κάνω ζάπινγκ. Πολλές άθλιες ταινίες. Θα έχει φωλιά κάπου εδώ κοντά, σκέφτομαι. Την κλείνω και πάω στο υπνοδωμάτιο. Εκεί βρίσκω την Αννούλα ξαπλωμένη μπρούμυτα στα παλιά σεντόνια του πρώτου μου Πατρικού σπιτιού,κάπου στο Κουκάκι. Ξαπλώνω απαλά δίπλα της και την κοιτώ. Δεν μιλάω,δεν σκέφτομαι τίποτα. Κλείνω το φως και τα μάτια,ακούω τα κλειδιά του Μορφέα. Αποκοιμιέμαι με αναμμένη την οθόνη των ονείρων μου που θα σβήσει η νέα ημέρα. Η πρώτη της υπόλοιπης ζωής μου. Καλή μας εβδομάδα.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 02, 2006

ΓεΝέΘλΙο PoSt / PoSt BlUe



Γενέθλια θλίψη, 34 χρόνων.
Σκέφτομαι πως έχω μια ευκαιρία να ξεφύγω. Αν δεν σβήσω τα κεριά ;; Δεν θα γίνω ποτέ το νούμερο που λένε. Τα κοιτάω εχθρικά, στέκονται σαν όρθια κατάρτια στην επιφάνεια της μπλε τούρτας...μελαγχολική σαν και μένα.
Θα μπερδέψω το μέτρημα του χρόνου σήμερα,ας μην τα σβήσω. Τι κι αν όλοι περιμένουν αυτό το μικρό φου.

Όχι, δεν φοβάμαι το χρόνο.
Δεν φοβάμαι τον θάνατο.
Δεν φοβάμαι τα γενέθλια.
Όλα αυτά είναι η άλλη όψη της δειλίας απέναντι στη ζωή,ακούς εαυτέ;
Πρέπει να βρω νόημα σε αυτό το μικρό φωτεινό διάλειμμα ανάμεσα σε δύο σκοτεινές καταστάσεις ανυπαρξίας.
Σκοτεινές καταστάσεις ανυπαρξίας. Μήτρα-θάνατος.
Ο τρυφερός αόριστος της μνήμης με σκορπάει εδώ και κει,χάνω φώτα,χάνω ανθρώπους, χάνω παλιά αυτοκίνητα και σπίτια που κατοίκισα,χάνω έρωτες, ευκαιρίες, ωάρια, υπομονή. Χάνω χρόνια,χάνουν χρόνια και οι δικοί μου. Και όλο αδειάζω από την μικρή τρύπα εκείνης της μαχαιριάς. Τότε που τσακώθηκα με το χρόνο μου και δεν ξαναμιλήσαμε πια.
Και να που νοιώθω σαν τρύπιο μαξιλάρι που χάνει τα πούπουλα του. Τι είναι αυτό που περιμένει η τούρτα από μένα;Να την φάω; Να της αφαιρέσω το βάρος των κεριών;;Και όλοι αυτοί οι συνομήλικοι γιατί χαίρονται μαμά;
Πλησιάζω αργά αργά τα δεύτερα –άντα, πατέρα πάψε να μου παίρνεις κοκαλάκια για τα μαλλιά. Καλά μην δακρύζεις να...κοίτα, είμαι κοριτσάκι ακόμα. Έτσι νοιώθω σαν κι εκείνη την ροζ φωτογραφία που ακουμπάω στο δέντρο και υπάρχει ακόμα στο κομοδίνο της γιαγιάς. Μικρέ σε σένα μιλάω, σε σένα που έχεις το ίδιο αίμα με μένα,πως πέρασαν έτσι τα χρόνια; Όπως λιγοστεύουν τα σκαλιά μιας σκάλας που κατεβαίνεις με φόρα...
Τόσα χρόνια αναπνέεις στον ώμο μου.Σε ευχαριστώ καλέ μου για τα τόσα και για αυτό.

Ας κρατήσω τις ευχές κι ας μην βγουν ποτέ. Ούτως ή άλλως δεν θα έβγαιναν αν δεν είχα κεφάλι νούμερο 34 χρόνων να σκέφτεται ευχές για να τις σβήνει...
Αντ’αυτού
σβήσαν τα φώτα.... Είμαι μέσα σε πηχτό σκοτάδι. Δε νιώθω το βάρος του σώματός μου. Αιωρούμαι στο μαύρο τίποτα. Νοιώθω τόσο ελαφριά,αν πέσει φως από μια οποιαδήποτε χαραμάδα θα συνθλιβώ.
Φού!
«Τροχάδην φεύγουν τα πάντα,πάντα στην ίδια θέση όπως τ’άστρα»
Ο. Ελύτης



Y.Γ:Ευχαριστώ τον φίλο που έψαξε και βρήκε τις εφημερίδες εκείνης της μέρας.
Ήταν το ωραιότερο δώρο που έλαβα μέχρι τώρα, στα 34 αυτά χρόνια της ζωής μου

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 01, 2006

SePtEmBeR sOnG **(ΚαΛό ΜήΝα)**


*Ξύπνησα από έναν γελοίο εφιάλτη. Βρέθηκα στο παλιό θρανίο της έκτης δημοτικού με τον χάρτη της Ευρώπης από πίσω μου. Η δασκάλα στο βάθος έπινε έναν μπλε χυμό από στυλό bic και αποχαιρετούσε με ποιήματα του Ιωάννη Πολέμη τα χελιδόνια. Κόλλες χαρτιού με οριζόντιες γαλάζιες ρίγες έβγαιναν από τις τσέπες, της επίσης μπλε ποδιάς μου, χωρίς σταματημό και γω όλο και μπλέδιζα μέχρι που ένιωσα πως ασφυκτιούσα,πως πνιγόμουνα και έτσι ξύπνησα. Θυμήθηκα ολόκληρη την παράγραφο, του τότε αναγνωστικού, που είχα αποστηθίσει και άρχισα να τη λέω έχοντας τη γεύση του μπλε στυλού στο στόμα. Η σωσμένη παράγραφος έλεγε ότι η ονομασία του εναρκτήριου μήνα των σχολικών διαδρομών, προέρχεται από το λατινικό septem (=επτά), καθώς ήταν ο έβδομος μήνας του αρχαίου δεκάμηνου ρωμαϊκού ημερολογίου». Αργότερα, με την προσθήκη του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου στην αρχή του έτους, ο Σεπτέμβριος μετακινήθηκε στην ένατη θέση, χωρίς όμως να αλλάξει την ονομασία του».

*Περπατάει στις μύτες των ποδιών του,προσεχτικά, μην πατήσει τους σοβάδες του καλοκαιρινού σπιτιού που μένει άδειο πια μέσα σε εκείνη την νησιώτικη χώρα. Τα απομεινάρια του καλοκαιριού θα αλεγράρουν την κατήφεια. Περιμένω την πρώτη σταγόνα της βροχής.

*Πολλή δουλειά όπως κάθε Σεπτέμβρη. Ναι εγώ είμαι αυτή που αναλαμβάνω το αμπαλάζ των σκουρόχρωμων ιδανικών κάποιων και τους το πουλάω με μεταξωτές κορδέλες και χαρτί περιτυλίγματος σε κρεμ καραμελέ αποχρώσεις. Τι κι αν τα σύκα θα ωριμάζουν και οι μούστοι όπου να’ναι θα μπουν στη διαδικασία του βρασμού τους. Εγώ μέσα στα edit ,κοπτοραπτού της τηλεοπτικής εικόνας,τσιμπάω με τα βελόνια τα ακροδάχτυλα της ψυχής μου. Χάος επικρατεί εκεί έξω. «Κατά που θα απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δεν μας λογαριάζει πια ο καιρός»;

*Η μελαγχολία της ωρίμανσης,ιδίως της ξαφνικής. Στα δελτία των 8 ασθμαίνουν οι ειδήσεις της ημέρας. Μελαγχολώ μαζί με τις σαύρες και τα κουνούπια. Σφυρίζω την μελωδία του Βάιλ,«September song»,με βλέμμα θαλασσινό ακόμα που πάει να γίνει βρόχινο. Δεν θα πάω πουθενά χωρίς εσένα,να το ξέρεις. Θα σε ακολουθήσω όσο μακριά και αν μου πεις. Ακόμα και αν μου προτείνεις το ταξίδι της φάλαινας.

*Στο βάθος το νυχτερινό βοριαδάκι κουνάει τα ψηλά φυτά της βεράντας. Κάπου την έχω ξαναδεί αυτή τη σκηνή. Ίσως πέρυσι, ίσως πρόπερσι....

“κι απ'το ταξίδι της φάλαινας είμαστε τόσο μακριά σ' ένα παιδικό τραγούδι το μυαλό μου ξυπνά κι ακούω τα πλοία να διασχίζουν τις θάλασσες είχα τόσα ωραία πράγματα κι εσύ...”